σχηματοποιέω: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχημᾰτοποιέω''': [[σχηματίζω]] ἢ [[διαπλάσσω]] τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι [[ἐνταῦθα]] καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων [[οἷον]] ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, [[λαμβάνω]] ὡρισμένον τι [[σχῆμα]] ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς [[παριστάνω]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 95. | |lstext='''σχημᾰτοποιέω''': [[σχηματίζω]] ἢ [[διαπλάσσω]] τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι [[ἐνταῦθα]] καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων [[οἷον]] ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, [[λαμβάνω]] ὡρισμένον τι [[σχῆμα]] ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς [[παριστάνω]], [[Πολυδ]]. Δ΄, 95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />donner une forme, former, figurer, façonner;<br /><i><b>Moy.</b></i> σχηματοποιέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> prendre un air, se donner un maintien;<br /><b>2</b> avoir un caractère particulier <i>en parl. d’un écrivain</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σχῆμα]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A bring into a certain form or shape, σ. τι οἷον ἂν θέλωσι Thphr.HP9.4.10; -ποιοῦσα γραμμή a line forming a figure, Procl. in Euc.p.111 F.:—Pass., take a certain shape or posture, X.Eq.10.5: Rhet., to have a particular character or air, Aristid.Rh.2p.535S. 2 Med., represent in pantomime, Poll.4.95.
German (Pape)
[Seite 1055] formen, gestalten, bilden, eine Form, Gestalt machen, geben, Theophr. u. a. Sp. – Im med. wie σχηματίζομαι, eine Gestalt, Haltung des Leibes annehmen, Xen. Equ. 10, 5; dah. von Pantomimen, durch Haltung u. Gebehrden eine Handlung darstellen.
Greek (Liddell-Scott)
σχημᾰτοποιέω: σχηματίζω ἢ διαπλάσσω τι, δίδω εἰς αὐτὸ σχῆμά τι ἐνταῦθα καὶ σχηματοποιεῖν (τὸν λιβανωτὸν) ἐπὶ τῶν δένδρων οἷον ἂν θέλωσιν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 10. ― Παθ., ὡς τὸ σχηματίζομαι, λαμβάνω ὡρισμένον τι σχῆμα ἢ ὡρισμένην θέσιν ἢ στάσιν, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 5· ἐν τῇ Ρητορ., ἔχω ἴδιόν τινα χαρακτῆρα ἢ ἔκφρασιν, Λατιν. colorari, Ἀριστείδ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 9. 441. 2) Μέσ., παντομιμικῶς παριστάνω, Πολυδ. Δ΄, 95.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner une forme, former, figurer, façonner;
Moy. σχηματοποιέομαι-οῦμαι;
1 prendre un air, se donner un maintien;
2 avoir un caractère particulier en parl. d’un écrivain.
Étymologie: σχῆμα, ποιέω.