στίγμα: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
mNo edit summary
(Bailly1_4)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''στίγμα''': τό, ([[στίζω]]) τὸ [[κέντημα]] τῆς αἰχμῆς [[ὀξέως]] ἐργαλείου, [[σημεῖον]] [[ὅπερ]] ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· [[μάλιστα]] δὲ [[σημεῖον]] ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά, δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε [[στίζω]]· [[μάλιστα]] ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) [[καθόλου]], [[σημεῖον]], [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς [[ἐπέφαντο]] .. κυάνεαι κατὰ νῶτα).
|lstext='''στίγμα''': τό, ([[στίζω]]) τὸ [[κέντημα]] τῆς αἰχμῆς [[ὀξέως]] ἐργαλείου, [[σημεῖον]] [[ὅπερ]] ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· [[μάλιστα]] δὲ [[σημεῖον]] ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά, δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε [[στίζω]]· [[μάλιστα]] ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) [[καθόλου]], [[σημεῖον]], [[οἷον]] ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς [[ἐπέφαντο]] .. κυάνεαι κατὰ νῶτα).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> piqûre, marque sur la peau, <i>particul.</i> marque au fer rouge ; tatouage;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> virgule, ponctuation;<br /><b>3</b> <i>t. de géom.</i> point (<i>concurrencé par</i> [[σημεῖον]]);<br /><b>4</b> le signe numérique Ϛ, 6.<br />'''Étymologie:''' [[στίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐγμα Medium diacritics: στίγμα Low diacritics: στίγμα Capitals: ΣΤΙΓΜΑ
Transliteration A: stígma Transliteration B: stigma Transliteration C: stigma Beta Code: sti/gma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A tattoo-mark, Hdt.5.35, Arist.HA585b33, GA721b32, IG42(1).121.48, al. (Epid., iv B.C.), Polyaen.1.24; σ. ἱρά, showing that the persons so marked were devoted to the service of the temple, Hdt. 2.113; esp. of a slave, Pl.Com.187, Ps.-Phoc.225, Cod.Theod.10. 22.4; or a soldier, ibid., Aët.8.12; στίγματα ἐξαίρει βατράχειον καταπλασθέν Dsc.Eup. 1.110: so metaph., σ. Ἰησοῦ Ep.Gal.6.17 (pl.); ἀνωφελῆ σ., of inscribed laws, D.Chr.80.5.    2 generally, mark, spot, as on the dragon's skin, Hes.Sc.166, cf. Paus.8.2.7, 8.4.7.    3 stud, LXX Ca.1.11.    4 σ. χρυσοῦν colour of gold, Ps.Democr. ap.Zos.Alch.p.119 B., cf.p.126 B.    5= cicatricis signum, Gloss.    6 (ϛ) is a ligature of the Greek letters sigma (Σ) and tau (Τ), which was used in writing Greek between the Middle Ages and the 19th century. It is also used as a numeral symbol for the number 6. In this unrelated function, it is a continuation of the old letter digamma (originally Ϝ, cursive form Greek Digamma), which had served as a numeral since antiquity and was conflated with the σ-τ ligature in the minuscule handwriting of the Middle Ages.

German (Pape)

[Seite 943] τό, der Stich, der. mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Arist. H. A. 7, 6, – Zeichen, Brandmal, Her. 7, 233; – von den Flecken auf der Haut des Drachen Hes. Sc. 166, wo Herm. στιγμαί lesen will.

Greek (Liddell-Scott)

στίγμα: τό, (στίζω) τὸ κέντημα τῆς αἰχμῆς ὀξέως ἐργαλείου, σημεῖον ὅπερ ἀφίνει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 6· στ. ἐγγράφειν κεφαλῇ Πολύαιν. 1. 24· μάλιστα δὲ σημεῖον ἀνεξίτηλον διὰ καυτηριασμοῦ, στ. ἱρά, δεικνύοντα ὅτι οἱ φέροντες αὐτὰ ἀνῆκον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ ναοῦ, Ἡρόδ. 2. 113, πρβλ. 5. 35 καὶ ἴδε στίζω· μάλιστα ἐπὶ δρεπάνου δούλου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ὑπερβόλῳ» 2 (πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Γαλ. Ϛ΄, 17). 2) καθόλου, σημεῖον, οἷον ἐπὶ τοῦ δέρματος τοῦ δράκοντος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 166 (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. προκρίνει τὴν γραφὴν στιγμαὶ δ᾿ ὡς ἐπέφαντο .. κυάνεαι κατὰ νῶτα).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 piqûre, marque sur la peau, particul. marque au fer rouge ; tatouage;
2 t. de gramm. virgule, ponctuation;
3 t. de géom. point (concurrencé par σημεῖον);
4 le signe numérique Ϛ, 6.
Étymologie: στίζω.