ζωός: Difference between revisions
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωός''': -ή, -όν, (ζάω) ζῶν, «ζωντανός», Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ.· ζωοῦ, οὐδὲ θανόντος Ὀδ. Ρ. 115· ζωὸν αἱρεῖν τινα, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον, Ἰλ. Ζ. 38· ζωὸν λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 5· πρβλ. [[ζωγρέω]]· - μεταφ., ζωὸν δὲ φθιμένων... [[κλέος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449. - Σπανιώτεροι τύποι [[εἶναι]] ζώς Ἰλ. Ε. 887, Π. 445, Ἡρόδ. 1. 194 (κατὰ τὰς δοκιμωτάτας πηγὰς, οὐχὶ ζῶς, ὡς εἰ συνηρ. ἐκ τοῦ ζόος, ὡς τὸ σῶς ἐκ τοῦ [[σόος]])· καὶ [[ζοός]], Ἀρχίλ. 57, Θεόκρ. 29. 5· ἴδε Πόρσ. Ἐκ. 1090. | |lstext='''ζωός''': -ή, -όν, (ζάω) ζῶν, «ζωντανός», Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ.· ζωοῦ, οὐδὲ θανόντος Ὀδ. Ρ. 115· ζωὸν αἱρεῖν τινα, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον, Ἰλ. Ζ. 38· ζωὸν λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 5· πρβλ. [[ζωγρέω]]· - μεταφ., ζωὸν δὲ φθιμένων... [[κλέος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449. - Σπανιώτεροι τύποι [[εἶναι]] ζώς Ἰλ. Ε. 887, Π. 445, Ἡρόδ. 1. 194 (κατὰ τὰς δοκιμωτάτας πηγὰς, οὐχὶ ζῶς, ὡς εἰ συνηρ. ἐκ τοῦ ζόος, ὡς τὸ σῶς ἐκ τοῦ [[σόος]])· καὶ [[ζοός]], Ἀρχίλ. 57, Θεόκρ. 29. 5· ἴδε Πόρσ. Ἐκ. 1090. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />vivant.<br />'''Étymologie:''' [[ζάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
(without ι, cf. Schwyzer 436.2 (Crimisa, v/iv B.C.), Cret. δωός Leg.Gort.3.41, Cypr. pr. n.
A Ζωϝόθεμις Schwyzer684 (v B.C.)), ή, όν, (ζῶ) alive, living, Pi.P.4.209, Hdt.2.70, etc.; οὐ . . ζωοῦ οὐδὲ θανόντος Od.17.115; ζωὸν ἑλεῖν τινα to take prisoner, Il.6.38; ζωὸν λαβεῖν X. HG1.2.5; cf. ζωγρέω: metaph., ζωὸν δὲ φθιμένων . . κλέος A.Eleg.3. —Also ζώς Il.5.887, 16.445, Hdt.1.194, JRS15.145,148 (Cotiaeum) (ζῶς Ptol.Ascal., ζώς Hdn.Gr.2.53; on the other cases, ib.712); ζοός Archil.63, Epich.189, Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene), Theoc.2.5 (ζόος in Epich. l.c., Hdn.Gr.2.947).
German (Pape)
[Seite 1144] (ζάω), p. auch ζοός u. ζώς (die m. s.), lebendig, am Leben, Ggstz θανών, Od. 17, 115; καὶ ἀρτεμής Il. 5, 515; Pind. P. 4, 372; Her. 2, 70; ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβεν, ἑπτὰ δὲ ἀπέκτεινε Xen. Hell. 1, 2, 5; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωός: -ή, -όν, (ζάω) ζῶν, «ζωντανός», Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ.· ζωοῦ, οὐδὲ θανόντος Ὀδ. Ρ. 115· ζωὸν αἱρεῖν τινα, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον, Ἰλ. Ζ. 38· ζωὸν λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 5· πρβλ. ζωγρέω· - μεταφ., ζωὸν δὲ φθιμένων... κλέος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449. - Σπανιώτεροι τύποι εἶναι ζώς Ἰλ. Ε. 887, Π. 445, Ἡρόδ. 1. 194 (κατὰ τὰς δοκιμωτάτας πηγὰς, οὐχὶ ζῶς, ὡς εἰ συνηρ. ἐκ τοῦ ζόος, ὡς τὸ σῶς ἐκ τοῦ σόος)· καὶ ζοός, Ἀρχίλ. 57, Θεόκρ. 29. 5· ἴδε Πόρσ. Ἐκ. 1090.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
vivant.
Étymologie: ζάω.