λάτρον: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάτρον''': τό, πληρωμή, [[μισθός]], λάτρων ἄτερθε, [[ἄνευ]] πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― [[λάτρον]] ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35. | |lstext='''λάτρον''': τό, πληρωμή, [[μισθός]], λάτρων ἄτερθε, [[ἄνευ]] πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― [[λάτρον]] ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />salaire, rémunération.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A pay, hire (λ.· ὁ μισθός, Suid., EM557.35), λάτρων ἄτερθεν without charge or payment, A. Supp.1011.
German (Pape)
[Seite 19] τό, Arbeitslohn, Sold, Aesch. Suppl. 989, wo λατρῶν accentuirt ist; Callim. frg. 238.
Greek (Liddell-Scott)
λάτρον: τό, πληρωμή, μισθός, λάτρων ἄτερθε, ἄνευ πληρωμῆς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1011· ― λάτρον ὁ μισθὸς Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ. 557. 35.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
salaire, rémunération.
Étymologie: DELG ?