ἀντιφέρω: Difference between revisions
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιφέρω''': μέλλ. ἀντοίσω, [[ἀντιτάσσω]], [[ὥστε]] μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς [[ταῦτα]] ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, [[ἀργαλέος]] γὰρ [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ [[μένος]] ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. [[ἀντιφερίζω]]. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν [[πρός]] τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8. | |lstext='''ἀντιφέρω''': μέλλ. ἀντοίσω, [[ἀντιτάσσω]], [[ὥστε]] μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς [[ταῦτα]] ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι [[ἐναντίον]] τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, [[ἀργαλέος]] γὰρ [[Ὀλύμπιος]] ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ [[μένος]] ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. [[ἀντιφερίζω]]. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν [[πρός]] τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀντοίσω, <i>ao.</i> ἀντήνεγκα, <i>etc.</i><br />porter contre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀντιφέρομαι s’opposer à, résister à : [[ἀργαλέος]] ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; [[μένος]] ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A set against, Pl.Erx.395b; ἀ. πόλεμον ἐπί τινι AP7.438 (Damag.): used by Hom. only in Med. or Pass., set oneself against, fight against another, ἀντεφέροντο μάχη Il.5.701; ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι hard to oppose, 1.589, cf. Od.16.238: c. acc. cogn., μένος ἀ. τινί match oneself with another in strength, Il.21.482; τίς Ὁμηρείοις ἀντιφέροιτο λόγοις; AP9.625 (Maced.). II Pass., to be borne in a contrary direction to, τῷ οὐρανῷ Arist.Cael.291b2, cf. Ph.215a30; τῷ παντὶ τὴν φοράν Theo Sm.p.134 H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφέρω: μέλλ. ἀντοίσω, ἀντιτάσσω, ὥστε μὴ ἔχειν ὅ, τι πρὸς ταῦτα ἀντεφέρωσιν Πλάτ. Ἐρυξ. 395Β· ἀντ. πόλεμον ἐπί τινι Ἀνθ. Π. 7. 438: - ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. καὶ παθ. τύπῳ, φέρομαι ἐναντίον τινός, ἐπιτίθεμαι, μάχῃ ἀντεφέροντο, «ἐξ ἐναντίας ἐφέροντο» (Σχόλ.) Ἰλ. Ε. 701· ἀνθίσταμαι, ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι, «ὅ ἐστιν ἐναντιοῦσθαι καὶ φιλονεικεῖν» (Σχόλ.) Α. 589· ἤ κεν νῶϊ δυνησόμεθ’ ἀντιφέρεσθαι Ὀδ. Π. 238· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., χαλεπή τοι ἐγὼ μένος ἀντιφέρεσθαι, ἀνθαμιλλᾶσθαί σοι κατὰ τὴν ἰσχὺν «ἐναντιοῦσθαι τὴν δύναμιν» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 482· πρβλ. ἀντιφερίζω. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν πρός τι, τῷ οὐρανῷ Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 10, 2, πρβλ. Φυσ. 2. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντοίσω, ao. ἀντήνεγκα, etc.
porter contre;
Moy. ἀντιφέρομαι s’opposer à, résister à : ἀργαλέος ἀντιφέρεσθαι IL contre qui la résistance est difficile ; μένος ἀντιφέρεσθαί τινι IL se mesurer avec qqn.
Étymologie: ἀντί, φέρω.