ἑφθημιμερής: Difference between revisions
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑφθημῐμερής''': περιέχων ἑπτὰ ἡμίση, δηλ. 3½· ἰδίως ἐν τῇ μετρικῇ, περιέχων [[τρεῖς]] πόδας καὶ ἥμισυν, τὸ πρῶτον τοῦτο [[τμῆμα]] ἑξαμέτρου ἢ ἰαμβικοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 302, κτλ.· πρβλ. [[πενθημιμερής]]. | |lstext='''ἑφθημῐμερής''': περιέχων ἑπτὰ ἡμίση, δηλ. 3½· ἰδίως ἐν τῇ μετρικῇ, περιέχων [[τρεῖς]] πόδας καὶ ἥμισυν, τὸ πρῶτον τοῦτο [[τμῆμα]] ἑξαμέτρου ἢ ἰαμβικοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 302, κτλ.· πρβλ. [[πενθημιμερής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui contient 7 demi-mesures, <i>càd</i> trois pieds et demi;<br /><b>2</b> placé à la 7ᵉ demi-mesure, <i>càd</i> au commencement du 4ᵉ pied <i>en parl. de la césure hephthémimère</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἑπτά]], ἡμι-, [[μέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A containing seven halves, i.e. 3 1/2: esp. in metre, -μερές, τό, a measure of three feet and a half, such as the first 3 1/2 feet of a Hexameter or Iambic Trimeter, Heph.7.3, Sch.Ar.Pl.302 (pl.), etc.; ἑ. τομή a caesura after such a phrase, Aristid. Quint.1.25.
German (Pape)
[Seite 1118] ές, von sieben Halben, in der Metrik, μέτρα, die 31/2 Fuß enthalten, Schol. Ar. Plut. 302 Av. 1313; caesura, die Cäsur im vierten Fuße des Hexameters, auch des jambischen Trimeters.
Greek (Liddell-Scott)
ἑφθημῐμερής: περιέχων ἑπτὰ ἡμίση, δηλ. 3½· ἰδίως ἐν τῇ μετρικῇ, περιέχων τρεῖς πόδας καὶ ἥμισυν, τὸ πρῶτον τοῦτο τμῆμα ἑξαμέτρου ἢ ἰαμβικοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 302, κτλ.· πρβλ. πενθημιμερής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui contient 7 demi-mesures, càd trois pieds et demi;
2 placé à la 7ᵉ demi-mesure, càd au commencement du 4ᵉ pied en parl. de la césure hephthémimère.
Étymologie: ἑπτά, ἡμι-, μέρος.