δευτερεύω: Difference between revisions
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δευτερεύω''': εἶμαι [[δεύτερος]], δευτερ. τινός, εἶμαι ὁ ἄριστος μετ’ ἐκεῖνον, Διοσκ. 3. 47· δευτ. τινί, εἶμαι [[δεύτερος]] μετά τινα, ἐνεργῶ ὡς [[τοιοῦτος]]…, Πλουτ. Εὐμ. 13. | |lstext='''δευτερεύω''': εἶμαι [[δεύτερος]], δευτερ. τινός, εἶμαι ὁ ἄριστος μετ’ ἐκεῖνον, Διοσκ. 3. 47· δευτ. τινί, εἶμαι [[δεύτερος]] μετά τινα, ἐνεργῶ ὡς [[τοιοῦτος]]…, Πλουτ. Εὐμ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=jouer le second rôle : τινί un rôle inférieur à celui d’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[δεύτερος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be second, οὐδενός Plb. 18.55.5; δ. μετὰ τὸν βασιλέα D.S.1.73, cf. Str.8.6.18; δ. τινός to be next best to it, Dsc.3.39, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.11.3; δ. τινί to play second to .., Plu.Eum.13, cf. LXXEs.4.8.
German (Pape)
[Seite 553] der Zweite dem Range, der Beschaffenheit nach sein, τινί, sich Jemand unterordnen, od. nach ihm die zweite Rolle spielen, Plut. Eum. 13; τινός, Jemandem nachstehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερεύω: εἶμαι δεύτερος, δευτερ. τινός, εἶμαι ὁ ἄριστος μετ’ ἐκεῖνον, Διοσκ. 3. 47· δευτ. τινί, εἶμαι δεύτερος μετά τινα, ἐνεργῶ ὡς τοιοῦτος…, Πλουτ. Εὐμ. 13.
French (Bailly abrégé)
jouer le second rôle : τινί un rôle inférieur à celui d’un autre.
Étymologie: δεύτερος.