καλιάς: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλιάς''': -άδος, ἡ = τῷ προηγ., [[καλύβη]], Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: [[ναΐδιον]], Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ. | |lstext='''καλιάς''': -άδος, ἡ = τῷ προηγ., [[καλύβη]], Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: [[ναΐδιον]], Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>1</b> maisonnette;<br /><b>2</b> chapelle.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καλιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = καλιά, hut, AP11.44 (Phld.), Plu.2.418a; chapel, shrine, IG22.1533.5 (iv B. C.), D.H.3.70, Plu.Num.8, etc.; nest, in form καλειάς, Max.Tyr.16.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1308] άδος, ἡ (verwandt mit dem Vorigen), das Hüttchen; λιτή Philodem. ep. (IX, 44); Plut. def. orac. 41; Kapelle, Num. 8 Cam. 32 D. H. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
καλιάς: -άδος, ἡ = τῷ προηγ., καλύβη, Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: ναΐδιον, Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 maisonnette;
2 chapelle.
Étymologie: cf. καλιά.