ἀξιόπιστος: Difference between revisions
περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀξιόπιστος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] πίστεως, [[ἀξιόπιστος]], ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· [[ἀξιόπιστος]] ἂν [[εἰκότως]] φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν [[ἀξιόπιστος]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, [[ἱκανός]], [[ἀρκετός]], Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν [[αὐτόθι]] 4. 10: - [[οὕτως]], ἐπίρρ. -τως, [[ὅπερ]] ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται [[μέχρι]] γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος [[ἀξιόπιστος]], [[εὐλογοφανής]], Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. -τως Τίμαι. 70. | |lstext='''ἀξιόπιστος''': -ον, ὁ [[ἄξιος]] πίστεως, [[ἀξιόπιστος]], ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· [[ἀξιόπιστος]] ἂν [[εἰκότως]] φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν [[ἀξιόπιστος]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, [[ἱκανός]], [[ἀρκετός]], Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν [[αὐτόθι]] 4. 10: - [[οὕτως]], ἐπίρρ. -τως, [[ὅπερ]] ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται [[μέχρι]] γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος [[ἀξιόπιστος]], [[εὐλογοφανής]], Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. -τως Τίμαι. 70. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />digne de foi <i>ou</i> de confiance.<br />'''Étymologie:''' [[ἄξιος]], [[πίστις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A trustworthy, Pl.Alc.1.123b; ἀ. ἄν εἰκότως φαίνοιτο D.1.3; κτησίας οὐκ ὢν ἀ. Arist.HA606a8, al.; ἀ. εἴς τι X.Mem. 1.5.2; ναύλοχα ἀ. πρὸς τοσαύτην ναυτιλίαν sufficient for .., Plu.Caes. 58: Comp., Phld.Mus.p.77 K. 2 of evidence, trustworthy, Arist. GA741a37. Adv. -τως, ἀ. συνῶπται 741a34. 3 in bad sense, plausible, in Adv. -τως Timae.70, Gal.17(2).139.
German (Pape)
[Seite 270] glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. -πίστως, Cic. Att. 13, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιόπιστος: -ον, ὁ ἄξιος πίστεως, ἀξιόπιστος, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123B· ἀξιόπιστος ἂν εἰκότως φαίνοιτο Δημ. 10. 5· Κτησίας οὐκ ὤν ἀξιόπιστος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 28, 4, κ. ἀλλ.· ἀξ. εἴς τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 2· ἀξ. πρὸς τὴν τοσαύτην ναυτιλίαν, ἱκανός, ἀρκετός, Πλουτ. Καῖσ. 58. 2) τὸ ἐκ πείρας καθιστάμενον ἄξιον πίστεως, ἀλλὰ τούτων μὲν οὐ πεῖραν ἔχομεν ἀξιόπιστον Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 5, 7· ὅσων ἀξιόπιστον ἔχομεν τὴν πεῖραν αὐτόθι 4. 10: - οὕτως, ἐπίρρ. -τως, ὅπερ ἀξιοπίστως μὲν οὐ συνῶπται μέχρι γε τοῦ νῦν π. Ζ. γεν. 2, 5. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ φαινόμενος ἀξιόπιστος, εὐλογοφανής, Ἐκκλ.: - καὶ ἐπίρρ. -τως Τίμαι. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne de foi ou de confiance.
Étymologie: ἄξιος, πίστις.