ἀπογηράσκω: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπογηράσκω''': [[γίνομαι]] [[γέρων]], [[γηράσκω]], Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ ([[ἄνθρωπος]]) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, [[οἶνον]] δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε [[γηράσκω]]), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν [[ἕνεκα]] [[γήρως]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170. | |lstext='''ἀπογηράσκω''': [[γίνομαι]] [[γέρων]], [[γηράσκω]], Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ ([[ἄνθρωπος]]) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, [[οἶνον]] δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε [[γηράσκω]]), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ [[ἀμπέλων]], ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν [[ἕνεκα]] [[γήρως]], Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=vieillir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γηράσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A grow old, Thgn.821, Hp.Aph.2.20; part. ἀπογηράς dub. l. Alex.278; inf. ἀπογηρᾶν, of senile dementia, Gal.16.696; ἀπεγήρασα Thphr.HP7.13.6; of vines, ὅσσαι δέ κα . . ἀπογηράσκωντι fail from old age, Tab.Heracl.1.170.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογηράσκω: γίνομαι γέρων, γηράσκω, Θέογν. 819, ὁ μὲν γ’ (ἄνθρωπος) ἀπογηράσκων ἀηδὴς γίνεται, οἶνον δὲ τὸν παλαίτατον σπουδάζομεν Ἱππ. Ἀφ. 1245: ἀπογηράς, μετοχ. ἀορ. (ἴδε γηράσκω), πιθανὴ γραφὴ ἐν Ἀλέξιδος Ἀδήλοις 15· ἀλλ’ ἀπεγήρασα ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 13, 6· ἐπὶ ἀμπέλων, ὅσσαι δὲ κα… ἀπογηράσκωντι, ἐκλείπωσιν ἕνεκα γήρως, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 5774. 170.