ἀπονέμησις: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονέμησις''': -εως, ἡ, ([[ἀπονέμω]]) [[διανομή]], Μ. Ἀντων. 8. 6. ΙΙ. διακλάδωσις, καθ’ ὅλον δὲ τὸν πνεύμονα ταύτης (δηλ. τῆς τραχείας ἀρτηρίας) ἀπονεμήσεις πολλαὶ Γαλην. 4, σ. 147.
|lstext='''ἀπονέμησις''': -εως, ἡ, ([[ἀπονέμω]]) [[διανομή]], Μ. Ἀντων. 8. 6. ΙΙ. διακλάδωσις, καθ’ ὅλον δὲ τὸν πνεύμονα ταύτης (δηλ. τῆς τραχείας ἀρτηρίας) ἀπονεμήσεις πολλαὶ Γαλην. 4, σ. 147.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />attribution, partage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπονέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονέμησις Medium diacritics: ἀπονέμησις Low diacritics: απονέμησις Capitals: ΑΠΟΝΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: aponémēsis Transliteration B: aponemēsis Transliteration C: aponemisis Beta Code: a)pone/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, ἀπονέμω)

   A distribution, M.Ant.8.6, Porph. Sent.40, Hierocl.in CA7p.430M.    II branch, Gal.4.565, Orib. 22.2.6, cf. 8.62.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, das Ab-, Vertheilen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονέμησις: -εως, ἡ, (ἀπονέμω) διανομή, Μ. Ἀντων. 8. 6. ΙΙ. διακλάδωσις, καθ’ ὅλον δὲ τὸν πνεύμονα ταύτης (δηλ. τῆς τραχείας ἀρτηρίας) ἀπονεμήσεις πολλαὶ Γαλην. 4, σ. 147.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
attribution, partage.
Étymologie: ἀπονέμω.