Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποτυφλόω: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτυφλόω''': [[κάμνω]] τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. [[ἀποκόπτω]] τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) [[κάμνω]] τὸ [[ὕδωρ]] πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν [[αὐτόθι]] 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.
|lstext='''ἀποτυφλόω''': [[κάμνω]] τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. [[ἀποκόπτω]] τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) [[κάμνω]] τὸ [[ὕδωρ]] πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν [[αὐτόθι]] 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rendre aveugle;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> arracher un bourgeon (<i>litt.</i> un œil) <i>ou</i> une jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τυφλόω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτυφλόω Medium diacritics: ἀποτυφλόω Low diacritics: αποτυφλόω Capitals: ΑΠΟΤΥΦΛΟΩ
Transliteration A: apotyphlóō Transliteration B: apotyphloō Transliteration C: apotyfloo Beta Code: a)potuflo/w

English (LSJ)

   A make quite blind, τινά Arist.Mir.845a23; τὴν ὅρασιν D.S.3.37: metaph. of anger, Phld.Ir.p.68 W.:—Pass., to be blinded, Arist.HA602a2, 618b7; τῶν ὄψεων Porph.Abst.1.17: metaph., χρήμασι πολλοῖς ὑπό τινων J.AJ20.6.1.    2 metaph., cut out the bud of a tree, Plu.2.529b.    3 make a spring fail, ib.703b:—Pass., to be obstructed, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Arist.Pr.879b7; τὰς πηγάς Str. 1.3.16; τὸν μαστόν Antig.Mir.45; τὰ ἀγγεῖα Aët.16.26.

German (Pape)

[Seite 333] blenden, Plut. Arat. 10; D. Sic. 3, 37; übrtr. abstumpfen, τὸ φιλότιμον Plut. non posse 31. Bei Medic. verstopfen, von den Hämorrhoiden; ähnl. καὶ ἀποκρύπτειν πηγήν Plut. Symp. 7, 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτυφλόω: κάμνω τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. ἀποκόπτω τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) κάμνω τὸ ὕδωρ πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν αὐτόθι 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 rendre aveugle;
2 couper ou arracher un bourgeon (litt. un œil) ou une jeune pousse.
Étymologie: ἀπό, τυφλόω.