ἀπονία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονία''': ἡ, ([[ἄπονος]]) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, [[ὀκνηρία]], Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ [[ἑδραῖος]] [[βίος]], δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ , ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. [[περί]] Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. [[ἀναλγησία]], Χρύσιππ. [[παρά]] Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.
|lstext='''ἀπονία''': ἡ, ([[ἄπονος]]) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, [[ὀκνηρία]], Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ [[ἑδραῖος]] [[βίος]], δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ , ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. [[περί]] Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. [[ἀναλγησία]], Χρύσιππ. [[παρά]] Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de ne pas supporter la fatigue, manque d’énergie, mollesse;<br /><b>2</b> absence de souffrance, de douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπονος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονία Medium diacritics: ἀπονία Low diacritics: απονία Capitals: ΑΠΟΝΙΑ
Transliteration A: aponía Transliteration B: aponia Transliteration C: aponia Beta Code: a)poni/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄπονος)

   A non-exertion, laziness, X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh. 1370a14(pl.); exemption from toil, of women, Id.GA775a37, cf. Plu. Rom.6.    II freedom from pain, Epicur.Fr.2, Chrysipp.Stoic.3.33, Dsc.Eup.1.67, Aret.SA2.1, etc.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ βλακεία Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονία: ἡ, (ἄπονος) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, ὀκνηρία, Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ ἑδραῖος βίος, δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ , ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. περί Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. ἀναλγησία, Χρύσιππ. παρά Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de ne pas supporter la fatigue, manque d’énergie, mollesse;
2 absence de souffrance, de douleur.
Étymologie: ἄπονος.