ἀποθαυμάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποθαυμάζω''': Ἰων. θωυμάζω ἢ -θωμάζω, [[θαυμάζω]] [[μεγάλως]], ἐκπλήττομαι διά τι, [[ἄφαρ]] δ’ ἀπεθαύμασ’ [[ὄνειρον]] Ὀδ. Ζ. 49· ἀπ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Ἡρόδ. 1. 11, 30· πολλὰ ἄλλα ὁ αὐτ. 2. 79: - ἀπολ., κυριεύομαι, ὑπὸ μεγάλου θαυμασμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 68, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] μετοχ., ἀπεθωύμαζε ὁρέων ὁ αὐτ. 1. 88· ἑπομένου τοῦ εἰ, [[ἀποθαυμάζω]]… εἰ ὁ [[αὐτός]], δεικνύων θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ αὐτὸς κτλ., Αἰσχίν. 13. 29., 16, 42: - σπάν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 318, Σοφ. Ο. Κ. 1586.
|lstext='''ἀποθαυμάζω''': Ἰων. θωυμάζω ἢ -θωμάζω, [[θαυμάζω]] [[μεγάλως]], ἐκπλήττομαι διά τι, [[ἄφαρ]] δ’ ἀπεθαύμασ’ [[ὄνειρον]] Ὀδ. Ζ. 49· ἀπ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Ἡρόδ. 1. 11, 30· πολλὰ ἄλλα ὁ αὐτ. 2. 79: - ἀπολ., κυριεύομαι, ὑπὸ μεγάλου θαυμασμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 68, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] μετοχ., ἀπεθωύμαζε ὁρέων ὁ αὐτ. 1. 88· ἑπομένου τοῦ εἰ, [[ἀποθαυμάζω]]… εἰ ὁ [[αὐτός]], δεικνύων θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ αὐτὸς κτλ., Αἰσχίν. 13. 29., 16, 42: - σπάν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 318, Σοφ. Ο. Κ. 1586.
}}
{{bailly
|btext=s’étonner de, admirer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[θαυμάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθαυμάζω Medium diacritics: ἀποθαυμάζω Low diacritics: αποθαυμάζω Capitals: ΑΠΟΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: apothaumázō Transliteration B: apothaumazō Transliteration C: apothavmazo Beta Code: a)poqauma/zw

English (LSJ)

Ion. ἀπο-θωυμάζω or ἀπο-θωμάζω,

   A marvel much at a thing, ἄφαρ δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον Od.6.49; ἀ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Hdt. 1.11,30; πολλὰ ἄλλα Id.2.79: abs., wonder much, Id.1.68, X.Oec. 2.17, Luc.Am.13, POxy.1242 iii 53 (iii A. D.): c. part., ἀ.ὁρέων Hdt. 1.88; folld. by εἰ, wonder that... Aeschin.1.94, 119.—Rare in Trag., A.Ag.318, S.OC1586.

German (Pape)

[Seite 302] sehr bewundern, sich sehr über etwas verwundern, τί, Od. 6, 49; Aesch. Ag. 309; Soph. O. C. 1582; Her. 1, 11 u. öfter; τὸν κονιορτόν, ὅτεων εἴη 8, 65. Selten bei guten att. Prof. (Plat. gar nicht), Xen. Oec. 2, 17; Luc. Amor. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθαυμάζω: Ἰων. θωυμάζω ἢ -θωμάζω, θαυμάζω μεγάλως, ἐκπλήττομαι διά τι, ἄφαρ δ’ ἀπεθαύμασ’ ὄνειρον Ὀδ. Ζ. 49· ἀπ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Ἡρόδ. 1. 11, 30· πολλὰ ἄλλα ὁ αὐτ. 2. 79: - ἀπολ., κυριεύομαι, ὑπὸ μεγάλου θαυμασμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 68, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ἀπεθωύμαζε ὁρέων ὁ αὐτ. 1. 88· ἑπομένου τοῦ εἰ, ἀποθαυμάζω… εἰ ὁ αὐτός, δεικνύων θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ αὐτὸς κτλ., Αἰσχίν. 13. 29., 16, 42: - σπάν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 318, Σοφ. Ο. Κ. 1586.

French (Bailly abrégé)

s’étonner de, admirer, acc..
Étymologie: ἀπό, θαυμάζω.