ἁρμολογέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμολογέω''': συναρμολογῶ, [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]], τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι [[σῶμα]], οὐδ’ [[ὥσπερ]] ἡρμολογημένον τῷ πρό [[ἑαυτοῦ]], συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. [[συναρμολογέω]].
|lstext='''ἁρμολογέω''': συναρμολογῶ, [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]], τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι [[σῶμα]], οὐδ’ [[ὥσπερ]] ἡρμολογημένον τῷ πρό [[ἑαυτοῦ]], συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. [[συναρμολογέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />arranger, organiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρμός]], [[λέγω]]².
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμολογέω Medium diacritics: ἁρμολογέω Low diacritics: αρμολογέω Capitals: ΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: harmologéō Transliteration B: harmologeō Transliteration C: armologeo Beta Code: a(rmologe/w

English (LSJ)

   A join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.

German (Pape)

[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².