ἀσίδηρος: Difference between revisions
Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσίδηρος''': [ῐ], -ον, ὁ οὐχὶ ἐκ σιδήρου, μοχλοὶ Εὐρ. Βάκχ. 1104· ὁ μὴ σχηματιζόμενος διὰ τοῦ σιδήρου, δηλ. τοῦ ἀρότρου, αὔλακα τὰν ἀσίδαρον ἐν ὕδασιν ἕλκομεν [[ἄμφω]] Ἀνθ. Π. 9. 299. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ξίφους, χειρὸς ἀσιδήρου [[μετὰ]] Εὐρ. Βάκχ. 736. | |lstext='''ἀσίδηρος''': [ῐ], -ον, ὁ οὐχὶ ἐκ σιδήρου, μοχλοὶ Εὐρ. Βάκχ. 1104· ὁ μὴ σχηματιζόμενος διὰ τοῦ σιδήρου, δηλ. τοῦ ἀρότρου, αὔλακα τὰν ἀσίδαρον ἐν ὕδασιν ἕλκομεν [[ἄμφω]] Ἀνθ. Π. 9. 299. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] ξίφους, χειρὸς ἀσιδήρου [[μετὰ]] Εὐρ. Βάκχ. 736. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non en fer;<br /><b>2</b> non travaillé par le fer;<br /><b>3</b> sans fer, sans glaive.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σίδηρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not of iron, μοχλοί E.Ba.1104; not made by iron, αὖλαξ AP9.299 (Phil.). II without sword, χείρ E.Ba.736; μάχη sham fight, Onos.10.4; βίος Max.Tyr.36.1.
German (Pape)
[Seite 370] ohne Eisen, ohne Schwert, χείρ Carphylld. 1 (IX, 12); Eur. Bacch. 735; μοχλοί 1102.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσίδηρος: [ῐ], -ον, ὁ οὐχὶ ἐκ σιδήρου, μοχλοὶ Εὐρ. Βάκχ. 1104· ὁ μὴ σχηματιζόμενος διὰ τοῦ σιδήρου, δηλ. τοῦ ἀρότρου, αὔλακα τὰν ἀσίδαρον ἐν ὕδασιν ἕλκομεν ἄμφω Ἀνθ. Π. 9. 299. ΙΙ. ὁ ἄνευ ξίφους, χειρὸς ἀσιδήρου μετὰ Εὐρ. Βάκχ. 736.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non en fer;
2 non travaillé par le fer;
3 sans fer, sans glaive.
Étymologie: ἀ, σίδηρος.