ἀτρεμέω: Difference between revisions
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτρεμέω''': μέλλ. ήσω, Πλούτ., Ἀππ., κλ.: ἀόρ. ἠτρέμησα Ἡρόδ., Ἱππ.: ― δὲν [[τρέμω]], [[μένω]] [[ἥσυχος]], [[ἀκίνητος]] ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537· οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, ἐπὶ ἀνησύχων ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 7. 8, 1· κτλ.· ἐπὶ καταστάσεως τῆς ὑγείας, [[διαμένω]] [[στάσιμος]], Ἱππ. Ἀφ. 1242, Ἀρετ.: ― τὸ μέσ. ἀπαρ. ἀτρεμέεσθαι παρὰ Θεόγν. 47, μεταβάλλεται ὑπὸ τοῦ Bgk. εἰς ἀτρεμιεῖσθαι. Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Ξενοφάνους 3, 9, ἀλλ’ οἱ δόκιμοι Ἀττ. μεταχειρίζονται κατὰ προτίμησιν τὸ [[ἠρεμέω]]. | |lstext='''ἀτρεμέω''': μέλλ. ήσω, Πλούτ., Ἀππ., κλ.: ἀόρ. ἠτρέμησα Ἡρόδ., Ἱππ.: ― δὲν [[τρέμω]], [[μένω]] [[ἥσυχος]], [[ἀκίνητος]] ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537· οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, ἐπὶ ἀνησύχων ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 7. 8, 1· κτλ.· ἐπὶ καταστάσεως τῆς ὑγείας, [[διαμένω]] [[στάσιμος]], Ἱππ. Ἀφ. 1242, Ἀρετ.: ― τὸ μέσ. ἀπαρ. ἀτρεμέεσθαι παρὰ Θεόγν. 47, μεταβάλλεται ὑπὸ τοῦ Bgk. εἰς ἀτρεμιεῖσθαι. Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Ξενοφάνους 3, 9, ἀλλ’ οἱ δόκιμοι Ἀττ. μεταχειρίζονται κατὰ προτίμησιν τὸ [[ἠρεμέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀτρεμήσω, <i>ao.</i> ἠτρέμησα, <i>pf. inus.</i><br />ne pas même trembler ; demeurer immobile, en repos.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτρεμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ήσω Plu.Pomp.58, App.Syr.2, etc.: aor. ἠτρέμησα v.l. in Hdt. (v. infr.), Hp.Morb.Sacr.14:—not to tremble, to keep still or quiet, ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Hes.Op.539; οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, of a restless people, Hdt.7.8.ά (as v.l., cf. ἀτρεμίζω), etc.; of a state of health, remain stationary, Hp.Aph.1.3; ἀτρεμέει ἡ χολή Aret.SD1.15; of the patient, endure, ib.1.1; σχεδὸν οὐκ ἀναπνέων ἠτρέμει Luc.Am. 16, al.; of water, to be calm, Antyll. ap. Orib.10.3.9:—ἀτρέμ' ἔσεσθαι shd. be read for inf. Med. ἀτρεμέεσθαι in Thgn.47.—Found in Arist.Xen.977b17, but ἠρεμέω is the Att. equivalent.
German (Pape)
[Seite 388] nicht zittern, sich ruhig verhalten, Hes. O. 539; ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι, μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν Her. 7, 8; häufig bei Sp., z. B. Luc. Tox. 10 u. sonst; ἐν ὅπλοις Plut. Rom. 16; ἀτρεμεῖν ἐπὶ τῶν καθεστώτων, sich bei der bestehenden Ordnung beruhigen, Alc. 38; ἀτρεμοῦντα πάθη Anton. 25; – pass., Theogn. 47, nicht erschüttert werden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμέω: μέλλ. ήσω, Πλούτ., Ἀππ., κλ.: ἀόρ. ἠτρέμησα Ἡρόδ., Ἱππ.: ― δὲν τρέμω, μένω ἥσυχος, ἀκίνητος ἵνα τοι τρίχες ἀτρεμέωσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 537· οὐδαμά κω ἠτρεμήσαμεν, ἐπὶ ἀνησύχων ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 7. 8, 1· κτλ.· ἐπὶ καταστάσεως τῆς ὑγείας, διαμένω στάσιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1242, Ἀρετ.: ― τὸ μέσ. ἀπαρ. ἀτρεμέεσθαι παρὰ Θεόγν. 47, μεταβάλλεται ὑπὸ τοῦ Bgk. εἰς ἀτρεμιεῖσθαι. Ἡ λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. π. Ξενοφάνους 3, 9, ἀλλ’ οἱ δόκιμοι Ἀττ. μεταχειρίζονται κατὰ προτίμησιν τὸ ἠρεμέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀτρεμήσω, ao. ἠτρέμησα, pf. inus.
ne pas même trembler ; demeurer immobile, en repos.
Étymologie: ἀτρεμέω.