Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄχολος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄχολος''': -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· [[ἧπαρ]] ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, [[φάρμακον]]... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, [[ἄκοπος]] ΙΙ. 2.
|lstext='''ἄχολος''': -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· [[ἧπαρ]] ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 ([[ἔνθα]] ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, [[φάρμακον]]... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, [[ἄκοπος]] ΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui calme la bile, <i>càd</i> la colère.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χόλος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄχολος Medium diacritics: ἄχολος Low diacritics: άχολος Capitals: ΑΧΟΛΟΣ
Transliteration A: ácholos Transliteration B: acholos Transliteration C: acholos Beta Code: a)/xolos

English (LSJ)

ον,

   A lacking gall, Hp.Prorrh.1.98; lacking a gall-bladder, ἧπαρ ἄ. Arist.HA506b2; τὰ μώνυχα ἄ. Id.PA677a33; deficient in bile (with allusion to signf. 2), Plot.4.4.28.    2 metaph., πόλιος τᾶς ἀχόλω Alc.37A, cf. Plu.Daed.2.    II Act., allaying bile or anger, φάρμακον . . νηπενθές τ' ἄχολόν τε Od.4.221.

German (Pape)

[Seite 419] ohne Galle, Arist. H. A. 2, 15; bei Hippocr. dem χολώδης entgeggstzt; φάρμακον, zornstillendes Mittel, Od. 4, 221.

Greek (Liddell-Scott)

ἄχολος: -ον, ὁ στερούμενος χολῆς, Ἱππ. Προρρ. 75Β· ἧπαρ ἄχ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 15, 11· τὰ μώνυχα ἄχ. ὁ αὐτ. 4. 2, 11. 2) μεταφ., πόλεως τᾶς ἀχόλω Ἀλκαῖος 37 (ἔνθα ὁ Bgk. ζαχόλω, πρβλ. Πλούτ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 84Α. ΙΙ. ἐνεργ., καταπαύων ἐξουδετερῶν τὴν χολὴν ἤ ὀργήν, φάρμακον... νηπενθές τ’ ἄχολόν τε Ὀδ. Δ. 221· πρβλ. ἄστονος, ἄκοπος ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui calme la bile, càd la colère.
Étymologie: ἀ, χόλος.