πρωτοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ἱστάμενος εἰς τὴν πρώτην θέσιν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς φάλαγγος, [[πρόμαχος]], ὁ πρ. τοῦ δεξιοῦ κέρως Θουκ. 5. 71· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], οἱ πρ., οἱ τῆς πρώτης γραμμῆς ἄνδρες, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57., 6. 3, 24, Λακ. 11, 5, κτλ.· - μεταφ., ὁ πρῶτος ἢ [[ἀρχηγός]], Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 5. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
|lstext='''πρωτοστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ([[ἵστημι]]) ὁ ἱστάμενος εἰς τὴν πρώτην θέσιν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς φάλαγγος, [[πρόμαχος]], ὁ πρ. τοῦ δεξιοῦ κέρως Θουκ. 5. 71· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], οἱ πρ., οἱ τῆς πρώτης γραμμῆς ἄνδρες, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57., 6. 3, 24, Λακ. 11, 5, κτλ.· - μεταφ., ὁ πρῶτος ἢ [[ἀρχηγός]], Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 5. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui se tient en avant après le [[λοχαγός]] et l’[[ἐπιστάτης]], chef de file ; [[οἱ]] πρωτοστάται soldats du premier rang.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοστάτης Medium diacritics: πρωτοστάτης Low diacritics: πρωτοστάτης Capitals: ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: prōtostátēs Transliteration B: prōtostatēs Transliteration C: protostatis Beta Code: prwtosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἵστημι)

   A one who stands first, esp. the first man on the right of a line, right-hand man, ὁ π. τοῦ δεξιοῦ κέρως Th.5.71; but also οἱ π. the front-rank men, X.Cyr.3.3.57, 6.3.24, Lac.11.5, etc.; either sense possible in Teles p.4 H.    2 = λοχαγός, Ael.Tact.5.1, Arr. Tact.5.6.    3 man in the uneven rows in a λόχος, opp. ἐπιστάτης, Ascl.Tact.2.3, etc.    II metaph., chief or leader of a party, Act.Ap. 24.5; π. τοῦ χοροῦ τῶν μαθητῶν Porph.Chr.26.1; π. τοῦ θητικοῦ καὶ οἰκετικοῦ Men.Prot.p.8 D.

German (Pape)

[Seite 806] ὁ, der zuerst, voran od. in der ersten Reihe steht; bes. im Heere, die erste Schlachtordnung, das Vordertreffen bildend; Thuc. 5, 71; Xen. Cyr. 3, 3, 57. 6, 3, 24 Hell. 2, 4, 16 u. öfter; Pol. 18, 12, 5; vgl. Aen. Tact. 6.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἵστημι) ὁ ἱστάμενος εἰς τὴν πρώτην θέσιν πρὸς τὰ δεξιὰ τῆς πρώτης γραμμῆς τῆς φάλαγγος, πρόμαχος, ὁ πρ. τοῦ δεξιοῦ κέρως Θουκ. 5. 71· ἀλλ’ ὡσαύτως, οἱ πρ., οἱ τῆς πρώτης γραμμῆς ἄνδρες, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 57., 6. 3, 24, Λακ. 11, 5, κτλ.· - μεταφ., ὁ πρῶτος ἢ ἀρχηγός, Πράξ. Ἀποστ. κδ΄, 5. - Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se tient en avant après le λοχαγός et l’ἐπιστάτης, chef de file ; οἱ πρωτοστάται soldats du premier rang.
Étymologie: πρῶτος, ἵστημι.