ἄωτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄωτος''': -ον, (οὖς) στερούμενος ὤτων, ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο [[τυφλός]], οὐδὲ [[ἄωτος]] ὁ ἄνθρωπός ἐστιν Πλούτ. 2. 963Β· ἐπὶ ἀγγείων στερουμένων λαβῆς ἢ λαβῶν, «[[ἄωτον]] παρὰ Κυπρίοις τὸ [[ἔκπωμα]], ὡς Πάμφιλος. Φιλητᾶς δὲ [[ποτήριον]] οὖς οὐκ ἔχον» Ἀθήν. 783. | |lstext='''ἄωτος''': -ον, (οὖς) στερούμενος ὤτων, ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο [[τυφλός]], οὐδὲ [[ἄωτος]] ὁ ἄνθρωπός ἐστιν Πλούτ. 2. 963Β· ἐπὶ ἀγγείων στερουμένων λαβῆς ἢ λαβῶν, «[[ἄωτον]] παρὰ Κυπρίοις τὸ [[ἔκπωμα]], ὡς Πάμφιλος. Φιλητᾶς δὲ [[ποτήριον]] οὖς οὐκ ἔχον» Ἀθήν. 783. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[ἄωτον]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />sans oreilles, sourd.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[οὖς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (οὖς)
A without ears, Plu.2.963b; of vessels, without lugs, Philet. ap. Ath.11.783a, dub. in Call.Fr.115, cf. Aët.1.138.
German (Pape)
[Seite 422] (οὖς), ohne Ohr, taub, Plut. sol. an. 5; ohne Henkel, nach Ath. XI, 783 a von einem Becher, der deshalb auch τὸ ἄωτον hieß.
Greek (Liddell-Scott)
ἄωτος: -ον, (οὖς) στερούμενος ὤτων, ἀλλ’ οὐ διὰ τοῦτο τυφλός, οὐδὲ ἄωτος ὁ ἄνθρωπός ἐστιν Πλούτ. 2. 963Β· ἐπὶ ἀγγείων στερουμένων λαβῆς ἢ λαβῶν, «ἄωτον παρὰ Κυπρίοις τὸ ἔκπωμα, ὡς Πάμφιλος. Φιλητᾶς δὲ ποτήριον οὖς οὐκ ἔχον» Ἀθήν. 783.
French (Bailly abrégé)
1ου (ὁ) :
c. ἄωτον.
2ος, ον :
sans oreilles, sourd.
Étymologie: ἀ, οὖς.