βαλανόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰλᾰνόω''': [[ἀσφαλίζω]], στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, [[αὐτόθι]] 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.
|lstext='''βᾰλᾰνόω''': [[ἀσφαλίζω]], στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, [[αὐτόθι]] 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> verrouiller;<br /><b>2</b> constiper ; <i>Pass.</i> être constipé.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνόω Medium diacritics: βαλανόω Low diacritics: βαλανόω Capitals: ΒΑΛΑΝΟΩ
Transliteration A: balanóō Transliteration B: balanoō Transliteration C: valanoo Beta Code: balano/w

English (LSJ)

   A fasten with a βάλανος (11.4), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ar.Ec. 361:—Pass., to be shut close, secured, Id.Av.1159: metaph. in pf. part. Pass., constipated, Id.Ec.370.

German (Pape)

[Seite 428] die Thür durch den eingesteckten Zapfen (βάλανος 4) verschließen, Ar. Av. 1159; βεβαλανῶσθαι, verstopft sein, Eccl. 361. 370.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνόω: ἀσφαλίζω, στερεώνω διὰ βαλάνου (ΙΙ. 3), βεβαλάνωκε τὴν θύραν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 361. – Παθ., βεβαλανωμένος, η, ον, ἀσφαλῶς κεκλεισμένος, ἠσφαλισμένος, αὐτόθι 370, ὁ αὐτ. Ὄρν. 1159.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 verrouiller;
2 constiper ; Pass. être constipé.
Étymologie: βάλανος.