γενέσιος: Difference between revisions

From LSJ

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γενέσιος''': -ον, = [[γενέθλιος]], θεὸς Πλούτ. 2. 402Α, πρβλ. Παυσ. 2. 38, 4. ΙΙ. γενέσια, τά, [[ἡμέρα]] τηρουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. [[νεκύσια]], Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀμμών. 34, Λοβ. Φρύν. 103· διακριτέα δὲ [[ταῦτα]] τῶν γενεθλίων, [[ἤτοι]] τοῦ ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις ζῶντος συμποσίου καὶ τῆς ἑορτῆς, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀντ΄ ἐκείνου παρὰ τῷ Ἀλκίφρ. 3. 18 καὶ 55, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 6, κ. Μᾶρκ. ς΄, 21·- οὕτω, ἡ γ. [[ἡμέρα]] = ἡ [[γενέθλιος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2883 c.
|lstext='''γενέσιος''': -ον, = [[γενέθλιος]], θεὸς Πλούτ. 2. 402Α, πρβλ. Παυσ. 2. 38, 4. ΙΙ. γενέσια, τά, [[ἡμέρα]] τηρουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. [[νεκύσια]], Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀμμών. 34, Λοβ. Φρύν. 103· διακριτέα δὲ [[ταῦτα]] τῶν γενεθλίων, [[ἤτοι]] τοῦ ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις ζῶντος συμποσίου καὶ τῆς ἑορτῆς, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀντ΄ ἐκείνου παρὰ τῷ Ἀλκίφρ. 3. 18 καὶ 55, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 6, κ. Μᾶρκ. ς΄, 21·- οὕτω, ἡ γ. [[ἡμέρα]] = ἡ [[γενέθλιος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 2883 c.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui concerne la famille, protecteur de la famille;<br /><b>2</b> qui concerne la naissance ; τὰ γενέσια, anniversaire <i>en gén.</i> ; anniversaire de la mort.<br />'''Étymologie:''' [[γένος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέσιος Medium diacritics: γενέσιος Low diacritics: γενέσιος Capitals: ΓΕΝΕΣΙΟΣ
Transliteration A: genésios Transliteration B: genesios Transliteration C: genesios Beta Code: gene/sios

English (LSJ)

ον,

   A = γενέθλιος, θεός Plu.2. 402a; epith. of Posidon, Paus.2.38.4.    II Γενέσιον, τό, shrine of Posidon Γ., Paus.l.c.    III γενέσια, τά, day kept in memory of the birthday of the dead, Hdt.4.26, cf. Ammon.p.36V., Phryn.83; to be distinguished from γενέθλια birthday-feast, though used for it in Pl.Lg.784d (s. v. l.) and later Gk., POxy.736.56 (i B. C./i A. D.), PFay.114.20 (i/ii A. D.), etc., Alciphr.3.18 and 55, Ev.Matt.14.6, Ev.Marc.6.21, D.C.47.18; so ἡ γ. ἡμέρα, = ἡ γενέθλιος, CIG2883c (Branchidae); ἡ γ. alone, OGI583.14 (Cyprus); τῇ τοῦ Σεβαστοῦ ἐμμήνῳ γ. IGRom.4.353b (Pergam., ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 482] ον, = γενέθλιος, 1) den Ursprung betreffend, Ποσειδῶν Paus. 2, 38, 4; θεὸς γ. καὶ πατρῷος Plut. de Pyth. or. 16. – 2) die Geburt betreffend, τὰ γενέσια, Geburtstag, N. T. u. a. Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. p. 103; von den Atticisten getadelt. Bei Her. 4, 26 die jährliche Feier des Todestages, u. nach VLL. das öffentliche Todtenfest in Athen, B. A. 86 u. 231.

Greek (Liddell-Scott)

γενέσιος: -ον, = γενέθλιος, θεὸς Πλούτ. 2. 402Α, πρβλ. Παυσ. 2. 38, 4. ΙΙ. γενέσια, τά, ἡμέρα τηρουμένη εἰς ἀνάμνησιν τῶν νεκρῶν (πρβλ. νεκύσια, Ἡρόδ. 4. 26, πρβλ. Ἀμμών. 34, Λοβ. Φρύν. 103· διακριτέα δὲ ταῦτα τῶν γενεθλίων, ἤτοι τοῦ ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις ζῶντος συμποσίου καὶ τῆς ἑορτῆς, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀντ΄ ἐκείνου παρὰ τῷ Ἀλκίφρ. 3. 18 καὶ 55, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 6, κ. Μᾶρκ. ς΄, 21·- οὕτω, ἡ γ. ἡμέρα = ἡ γενέθλιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2883 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui concerne la famille, protecteur de la famille;
2 qui concerne la naissance ; τὰ γενέσια, anniversaire en gén. ; anniversaire de la mort.
Étymologie: γένος.