βάπτισμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βάπτισμα''': τό, ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] ἐν τῇ Κ. Δ ἐπὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος. | |lstext='''βάπτισμα''': τό, ὁ [[συνήθης]] [[τύπος]] ἐν τῇ Κ. Δ ἐπὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> baptême;<br /><b>2</b> supplice de l’immersion.<br />'''Étymologie:''' [[βαπτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A baptism, Ev.Matt.3.7, etc.; β. εἰς τὸν θάνατον Ep.Rom.6.4.
German (Pape)
[Seite 431] τό, die Taufe, N. T, z. B. Matth. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
βάπτισμα: τό, ὁ συνήθης τύπος ἐν τῇ Κ. Δ ἐπὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 baptême;
2 supplice de l’immersion.
Étymologie: βαπτίζω.