διαζευκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαζευκτικός''': -ή, -όν, [[λόγος]] ἢ [[σύνδεσμος]], [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9. | |lstext='''διαζευκτικός''': -ή, -όν, [[λόγος]] ἢ [[σύνδεσμος]], [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[κατάλληλος]] πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />disjonctif.<br />'''Étymologie:''' [[διαζεύγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A disjunctive, σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Conj.216.10; συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88; πρὸς τοὺς Ἀμεινίου -κούς (sc. λόγους), title of work by Chrysipp., Stoic.2.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.9.27.
German (Pape)
[Seite 577] ή, όν, trennend, σύνδεσμος, conjunctio disjunctiva, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
διαζευκτικός: -ή, -όν, λόγος ἢ σύνδεσμος, ἐπιτήδειος ἢ κατάλληλος πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
disjonctif.
Étymologie: διαζεύγνυμι.