διαπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπήγνυμι''': ἐμπηγνύω διὰ μέσου, [[μεταξύ]], [[ἀκόντιον]] διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
|lstext='''διαπήγνυμι''': ἐμπηγνύω διὰ μέσου, [[μεταξύ]], [[ἀκόντιον]] διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.
}}
{{bailly
|btext=ficher <i>ou</i> enfoncer à travers;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d’un radeau).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπήγνῡμι Medium diacritics: διαπήγνυμι Low diacritics: διαπήγνυμι Capitals: ΔΙΑΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diapḗgnymi Transliteration B: diapēgnymi Transliteration C: diapignymi Beta Code: diaph/gnumi

English (LSJ)

   A fix or thrust through, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Antipho 3.3.5; transfix, διέπᾱξε σιδάρῳ Epigr.inPTeb.3.29 (i B.C.).    II freeze hard, Thphr.Vent.54: pf. -πέπηγα, intr., to be frozen, Arist.Mir.835a30.    III Med., δ. σχεδίας get them put together, Luc.DMort.12.5.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πήγνυμι), dazwischen befestigen, einfugen, übh. zusammenfügen, σχεδίας, Luc. D. Mort. 12. 5, im med.

Greek (Liddell-Scott)

διαπήγνυμι: ἐμπηγνύω διὰ μέσου, μεταξύ, ἀκόντιον διὰ πλευρῶν Ἀντιφῶν 123. 4. ΙΙ. παγώνων καθιστῶ τι σκληρόν, Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 54· - πρκμ. τοῦ διαπήγνυμαι, -πέπηγα, εἶμαι πεπηγώς, Ἀριστ. Θαυμασ. 67. ― Μέσ., δ. σχεδίας, ἐνεργῶ ὥστε νὰ συμπηχθῶσι, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 5.

French (Bailly abrégé)

ficher ou enfoncer à travers;
Moy. διαπήγνυμαι ajuster en fixant (les unes contres les autres les planches d’un radeau).
Étymologie: διά, πήγνυμι.