ἐκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτρέπω''': Ἰων. -[[τράπω]]; μέλλ. -ψω, [[τρέπω]] τι ἔξω τοῦ δρόμου [[αὐτοῦ]], [[τρέπω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], τοῦ ποταμοῦ τὸ [[ῥέεθρον]] Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 2. 11, Θουκ. 5. 65˙ μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1464, πρβλ. Θήβ. 628˙ τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ’ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει Εὐρ. Ἱκ. 483˙ [[ἑαυτοῦ]] μιαρίαν εἴς τινα ἐκτρ. Ἀντιφῶν 119. 3˙ ἐκτρ. χεῖρα πρὸς ποίμνας Σοφ. Αἴ. 53: - Παθ. καὶ μέσ., τρέπομαι ἔξω τῆς πορείας μου, πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἐκτραπέσθαι ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 104˙ ἀπόλ., ὁ αὐτ. 2. 80. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 22, κτλ.˙ [[μετὰ]] γεν., [[παρεκκλίνω]], τοῦ [[πρόσθεν]] λόγου Σοφ. Ο. Τ. 851˙ [[ὡσαύτως]], ἐκτ. ἐκ... Ἡρόδ. 1. 75˙ ἀπὸ... ἐπὶ Πλάτ. Σοφ. 222Α˙ [[πόθεν]] [[δεῦρο]] ἐξετραπόμεθα Πλάτ. Πολ. 543C. 2) [[διατάσσω]] τινὰ νὰ ἐξέλθῃ τῆς ὁδοῦ, προσπαθῶ νὰ τὸν ἐκβάλω διὰ τῆς βίας, [[κἀγὼ]] τὸν ἐκτρέποντα., [[παίω]] δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 806. - Παθ. καὶ μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, ἀποφεύγειν τινά, Δημ. 411. 12, πρβλ. Ἀριστ. Πλ. 837˙ ἐκτ. τι, ἀποφεύγειν ἢ βδελύσσεσθαί τι, Πολύβ. 35. 4, 14˙ μετ’ ἀπαρ., [[ἀποφεύγω]] νὰ πράξω τι, Ἀνθ. Π. 10. 56, 10. 3) τὴν δρῶσαν ἐκτρ., κωλύειν, Σοφ. Ἠλ. 350. 4) ἀσπίδας θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν, τρέπειν τὰς ἀσπίδας καὶ φεύγειν πρὸ τῶν θύρσων τῶν βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 799. ΙΙ. ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός, νὰ γυρίσῃ τις τὰ μέσω ἔξω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 8. ΙΙΙ. [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 14. 28. - Παθ., εἴς τι ἐκτρέπεσθαι Πολύβ. 6. 4, 9.
|lstext='''ἐκτρέπω''': Ἰων. -[[τράπω]]; μέλλ. -ψω, [[τρέπω]] τι ἔξω τοῦ δρόμου [[αὐτοῦ]], [[τρέπω]] πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], τοῦ ποταμοῦ τὸ [[ῥέεθρον]] Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 2. 11, Θουκ. 5. 65˙ μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1464, πρβλ. Θήβ. 628˙ τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ’ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει Εὐρ. Ἱκ. 483˙ [[ἑαυτοῦ]] μιαρίαν εἴς τινα ἐκτρ. Ἀντιφῶν 119. 3˙ ἐκτρ. χεῖρα πρὸς ποίμνας Σοφ. Αἴ. 53: - Παθ. καὶ μέσ., τρέπομαι ἔξω τῆς πορείας μου, πρὸς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἐκτραπέσθαι ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 104˙ ἀπόλ., ὁ αὐτ. 2. 80. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 22, κτλ.˙ [[μετὰ]] γεν., [[παρεκκλίνω]], τοῦ [[πρόσθεν]] λόγου Σοφ. Ο. Τ. 851˙ [[ὡσαύτως]], ἐκτ. ἐκ... Ἡρόδ. 1. 75˙ ἀπὸ... ἐπὶ Πλάτ. Σοφ. 222Α˙ [[πόθεν]] [[δεῦρο]] ἐξετραπόμεθα Πλάτ. Πολ. 543C. 2) [[διατάσσω]] τινὰ νὰ ἐξέλθῃ τῆς ὁδοῦ, προσπαθῶ νὰ τὸν ἐκβάλω διὰ τῆς βίας, [[κἀγὼ]] τὸν ἐκτρέποντα., [[παίω]] δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 806. - Παθ. καὶ μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, ἀποφεύγειν τινά, Δημ. 411. 12, πρβλ. Ἀριστ. Πλ. 837˙ ἐκτ. τι, ἀποφεύγειν ἢ βδελύσσεσθαί τι, Πολύβ. 35. 4, 14˙ μετ’ ἀπαρ., [[ἀποφεύγω]] νὰ πράξω τι, Ἀνθ. Π. 10. 56, 10. 3) τὴν δρῶσαν ἐκτρ., κωλύειν, Σοφ. Ἠλ. 350. 4) ἀσπίδας θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν, τρέπειν τὰς ἀσπίδας καὶ φεύγειν πρὸ τῶν θύρσων τῶν βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 799. ΙΙ. ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός, νὰ γυρίσῃ τις τὰ μέσω ἔξω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 8. ΙΙΙ. [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 14. 28. - Παθ., εἴς τι ἐκτρέπεσθαι Πολύβ. 6. 4, 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐκτρέψω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> détourner : ποταμοῦ τὸ [[ῥέεθρον]] HDT le cours d’un fleuve ; <i>fig.</i> κακά ESCHL des maux (d’un pays) ; κότον ἔς τινα ESCHL sa colère sur qqn ; τινά empêcher qqn de faire qch;<br /><b>2</b> changer : [[εἴς]] [[τι]] en qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐκτρέπομαι (<i>ao.</i> ἐξετραπόμην) se détourner <i>ou</i> s’écarter du chemin ; [[τι]] [[τοῦ]] [[πρόσθεν]] λόγου SOPH s’écarter en qch du langage qu’on avait tenu auparavant, se rétracter ; <i>abs.</i> s’écarter de, éviter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τρέπω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρέπω Medium diacritics: ἐκτρέπω Low diacritics: εκτρέπω Capitals: ΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: ektrépō Transliteration B: ektrepō Transliteration C: ektrepo Beta Code: e)ktre/pw

English (LSJ)

Ion. ἐκ-τράπω [ᾰ],

   A turn out of the course, turn aside, τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Hdt.1.186, cf. 2.11, Th.5.65; μηδ' εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς A.Ag.1464 (lyr.), cf. Th.628 (lyr.); τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ' ἐς ἄλλον ἐκτρέπει E.Supp.483; ἑαυτοῦ μιαρίαν εἴς τινα ἐ. Antipho 2.3.9; ἐ. [τινὰ] πρὸς ποίμνας S.Aj.53:—Pass. and Med., turn off o<*> aside, ἐκτραπέσθαι ὁδὸν μακροτέρην Hdt.1.104: abs., Id.2.80, X.HG7.4.22, etc.: c. gen., turn aside from, τοῦ πρόσθεν λόγου S.OT851; also ἐ. ἐκ . . Hdt.1.75; ἀπὸ . . ἐπί . . Pl.Sph.222a; πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα Id.R.543c.    2 turn a person off the road, order him out of the way, S.OT806:—Pass. (fut. -τραπήσομαι Luc.Herm.86) and Med., ἐκτρέπεσθαί τινα get out of one's way, D.19.225, cf. Ar.Pl.837, Luc.Tim. 5; avoid, τὸν ἔλεγχον Plb.35.4.14; τὴν φιλοσοφίαν Jul.Or.7.223d: c. inf., ὀφθῆναι AP10.56.10 (Pall.): abs., cj. in S.OC1541.    3 τὴν δρῶσαν ἐ. prevent her from acting, Id.El.350.    4 ἀσπίδας θύρσοις ἐ. turn shields and flee before the thyrsus, E.Ba.799.    II Med., turn away, φίλους Democr.101; also ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός turns itself inside out, Arist.HA621a7.    III Medic. in Pass., to be diverted or everted, Hp.Steril.213, Off.14, Dsc.2.15 (perh. to be put out of joint, Ep.Hebr.12.13, Hippiatr.26).    IV turn or change, εἴς ἄσπορον PRyl.133.22 (i A.D.), cf. Ael.NA14.28:—Pass., εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπῆναι Plb.6.4.9; ὑπ' ἀγεννείας εἰς μέμψεις Arr. Epict.1.6.42.    V Pass., to be brought to birth, Astrol. t.t., Vett. Val.50.27, al.

German (Pape)

[Seite 783] abwenden, wegwenden, ablenken; κακὰ γᾶς, vom Lande, Aesch. Spt. 610; μηδ' ἐς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς, lenke nicht ab u. auf die Hel. hin, Ag. 1443, wie πρὸς ποίμνας Soph. Ai. 53; verhindern, abmahnen, τὴν δρῶσαν El. 342; ἐς ἄλλον Eur. Suppl. 483; θύρσοις ἀσπίδας, mit den Schilden vor Thyrsusstäben fliehen, Bacch. 787; τὸ ὕδωρ πρὸς τὴν Μαντινικήν, ableiten, Thuc. 5, 65; vgl. D. C. 35, 12. – Med., sich wegwenden u. wo anders hingehen, Her. 1, 104. 6, 34; ἐκτραπόμενοι ἐκάθηντο, sie gingen vom Wege ab u. setzten sich, Xen. An. 4, 5, 15; ἀπό τινος ἐπί τι, Plat. Soph. 222 a; πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα; Rep. VIII, 543 c, vgl. Phaedr. 229 a; Xen. An. 4, 5, 15; Einem ausweichen, aus dem Wege gehen, ihn vermeiden, εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Her. 2, 80; έκτρέπεταί με νῦν ἀπαντῶν Dem. 19, 225; neben μισῶ u. ἀποβάλλομαι Poll. 5, 114, u. so bes. Luc.; τὸν ἔλεγχον Pol. 35, 4, 14; εἰ δ' οὖν τι κἀκτρέποιτο τῶν πρόσθεν λόγων Soph. O. R. 851, läugnen. – Sp. auch = verändern, verwandeln; τῆς ἀριστοκρατίας εἰς ὀλιγαρχίαν ἐκτραπείσης Pol. 6, 4, 9. – Bei den Aerzten = verrenkt werden.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτρέπω: Ἰων. -τράπω; μέλλ. -ψω, τρέπω τι ἔξω τοῦ δρόμου αὐτοῦ, τρέπω πρὸς ἄλλο μέρος, τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 2. 11, Θουκ. 5. 65˙ μηδ’ εἰς Ἑλένην κότον ἐκτρέψῃς Αἰσχύλ. Ἀγ. 1464, πρβλ. Θήβ. 628˙ τὸ δυστυχὲς δὲ τοῦτ’ ἐς ἄλλον ἐκτρέπει Εὐρ. Ἱκ. 483˙ ἑαυτοῦ μιαρίαν εἴς τινα ἐκτρ. Ἀντιφῶν 119. 3˙ ἐκτρ. χεῖρα πρὸς ποίμνας Σοφ. Αἴ. 53: - Παθ. καὶ μέσ., τρέπομαι ἔξω τῆς πορείας μου, πρὸς ἄλλο μέρος, ἐκτραπέσθαι ὁδὸν Ἡρόδ. 1. 104˙ ἀπόλ., ὁ αὐτ. 2. 80. Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 22, κτλ.˙ μετὰ γεν., παρεκκλίνω, τοῦ πρόσθεν λόγου Σοφ. Ο. Τ. 851˙ ὡσαύτως, ἐκτ. ἐκ... Ἡρόδ. 1. 75˙ ἀπὸ... ἐπὶ Πλάτ. Σοφ. 222Α˙ πόθεν δεῦρο ἐξετραπόμεθα Πλάτ. Πολ. 543C. 2) διατάσσω τινὰ νὰ ἐξέλθῃ τῆς ὁδοῦ, προσπαθῶ νὰ τὸν ἐκβάλω διὰ τῆς βίας, κἀγὼ τὸν ἐκτρέποντα., παίω δι’ ὀργῆς Σοφ. Ο. Τ. 806. - Παθ. καὶ μέσ., ἐκτρέπεσθαί τινα, ἀποφεύγειν τινά, Δημ. 411. 12, πρβλ. Ἀριστ. Πλ. 837˙ ἐκτ. τι, ἀποφεύγειν ἢ βδελύσσεσθαί τι, Πολύβ. 35. 4, 14˙ μετ’ ἀπαρ., ἀποφεύγω νὰ πράξω τι, Ἀνθ. Π. 10. 56, 10. 3) τὴν δρῶσαν ἐκτρ., κωλύειν, Σοφ. Ἠλ. 350. 4) ἀσπίδας θύρσοισι βακχῶν ἐκτρέπειν, τρέπειν τὰς ἀσπίδας καὶ φεύγειν πρὸ τῶν θύρσων τῶν βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 799. ΙΙ. ἐκτρέπεσθαι τὰ ἐντὸς ἐκτός, νὰ γυρίσῃ τις τὰ μέσω ἔξω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 8. ΙΙΙ. μετατρέπω, μεταβάλλω, εἴς τι Αἰλ. π. Ζ. 14. 28. - Παθ., εἴς τι ἐκτρέπεσθαι Πολύβ. 6. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκτρέψω, etc.
1 détourner : ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον HDT le cours d’un fleuve ; fig. κακά ESCHL des maux (d’un pays) ; κότον ἔς τινα ESCHL sa colère sur qqn ; τινά empêcher qqn de faire qch;
2 changer : εἴς τι en qch;
Moy. ἐκτρέπομαι (ao. ἐξετραπόμην) se détourner ou s’écarter du chemin ; τι τοῦ πρόσθεν λόγου SOPH s’écarter en qch du langage qu’on avait tenu auparavant, se rétracter ; abs. s’écarter de, éviter.
Étymologie: ἐκ, τρέπω.