κοροπλάθος: Difference between revisions
From LSJ
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοροπλάθος''': -ον, ὁ [[πλάτων]] προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, [[εἰδωλοποιός]], Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-[[πλάστης]], Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος. | |lstext='''κοροπλάθος''': -ον, ὁ [[πλάτων]] προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, [[εἰδωλοποιός]], Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· [[ὄνομα]] δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-[[πλάστης]], Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />fabricant de poupées <i>ou</i> de figurines en cire, en plâtre, en terre, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[κόρη]], [[πλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A modeller of small figures, imagemaker, Pl.Tht.147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. κορο-πλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.
Greek (Liddell-Scott)
κοροπλάθος: -ον, ὁ πλάτων προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, εἰδωλοποιός, Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-πλάστης, Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fabricant de poupées ou de figurines en cire, en plâtre, en terre, etc.
Étymologie: κόρη, πλάσσω.