διεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διεκπίπτω''': ἐξορμῶ, [[πίπτω]] διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἐντελῶς καὶ [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή.
|lstext='''διεκπίπτω''': ἐξορμῶ, [[πίπτω]] διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. [[διέρχομαι]] ἐντελῶς καὶ [[ἐξέρχομαι]], Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> διεξέπεσον;<br />s’échapper à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκπίπτω Medium diacritics: διεκπίπτω Low diacritics: διεκπίπτω Capitals: ΔΙΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: diekpíptō Transliteration B: diekpiptō Transliteration C: diekpipto Beta Code: diekpi/ptw

English (LSJ)

   A issue, escape through, φωτὸς -πίπτοντος διὰ τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.45U., cf. Ph.Bel.57.3: abs., escape, Arist.Pr.910a17; exude, τῶν πόρων Plu.2.51a, Gal.10.948; τι Onos. 21.1, Hld.10.28; διὰ τῆς πόλεως Arr.An.1.8.7.    2 escape, εἰς Θήβας D.S.4.54, cf. 12.56.    II spread abroad, of a proverbial saying, Eust.ad D.P.809.

German (Pape)

[Seite 618] (s. πίπτω), durch- u. herausfallen, sich durchschlagen, entkommen; Plut. Anton. 67; εἰς τοὔμπροσθεν Pelop. 17, u. öfter; εἰς Θήβας D. Sic. 4, 54; auch τὸν περίβολον, durch, Heliod. 10, 28.

Greek (Liddell-Scott)

διεκπίπτω: ἐξορμῶ, πίπτω διὰ μέσου ἔξω, τινὸς Πλούτ. 2. 51Α˙ τι Ἡλιόδ. 10. 28, Ἀρρ. Ἀν. 1. 8, 13, κτλ. ΙΙ. διέρχομαι ἐντελῶς καὶ ἐξέρχομαι, Ἀριστ. Προβλ. 14. 14. - Ἐν Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 30 διεξέπαισεν εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διεξέπεσον;
s’échapper à travers.
Étymologie: διά, ἐκπίπτω.