δυσφύλακτος: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσφύλακτος''': -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738. | |lstext='''δυσφύλακτος''': -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />dont il est difficile de se garder.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[φυλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A hard to guard, δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνή Alex.339; of a city, Plb. 2.55.2; πλοῦτος Str.9.3.8; ἀρχή D.C. 56.33. II hard to keep off or prevent, κακά E.Ph.924, cf. Andr.728; hard to guard against or avoid, τενάγη Str.11.4.2; τὸ οἰδεῖν -ότατον Longin.3.3.
German (Pape)
[Seite 690] 1) schwer zu bewachen, zu hüten; γυνή Alexis Stob. flor. 73, 42; πόλις Pol. 2, 55, 2; καὶ ἀβέβαιος 15, 34; ἀρχή, πλοῦτος, Strab. IX, 420; τὸ σεμνόν Plut. Pericl. 7. – 2) wovor man sich schwer hüten kann; κακά Eur. Phoen. 931; vgl. Andr. 729; τὸ δ. τῶν ἐκ τῆς τύχης συμβαινόντων Pol. 8, 22, 10; Luc. Tim. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δυσφύλακτος: -ον, (φυλάττω) δυσφύλακτον οὐδὲν ὡς γυνὴ Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 40· ἐπὶ πόλεως, Πολύβ. 2. 55, 2, κτλ. ΙΙ. (μέσ. φυλάττομαι) ὃ δυσκόλως τις φυλάσσεται, προφυλάσσεται, κακὰ Εὐρ. Φοιν. 924, πρβλ. Ἀνδρ. 738.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont il est difficile de se garder.
Étymologie: δυσ-, φυλάσσω.