ἐγχειρίζω: Difference between revisions
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχειρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πρκμ. ἐγκεχείρικα Πλουτ. Φωκ. 34: - θέτω εἰς τὰς χεῖράς τινος, [[παραδίδω]], [[ἐγχειρίζω]], ἐμπιστεύομαι, τί τινι ἢ τινά τινι Ἡρόδ. 1. 111., 5. 92, 3, Θουκ. 2. 67· τὰς ἀρχὰς ἐγχ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 71, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 8· [[οὕτως]] ἐγχ. τινὶ μόνον (παραλειπομένου τοῦ ἀρχὴν) [[αὐτόθι]] 5. 6, 12· ἐγχ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Ἀντιφῶν 119. 20· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. - Παθ., ἐγχειρίζομαι, παραδίδομαι, τινὶ Πολύβ. 5. 44, 1· [[ἀλλά]], ἐγχειρίζεσθαί τι, μοὶ ἐμπιστεύεταί τίς τι, Λουκ. Προμ. 3, Ἔρωτ. 39, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα, ἐνεπιστεύθησαν εἰς ἡμᾶς τὴν διοίκησιν τῆς ἀρχῆς, Ἡρωδιαν. 8. 7, 12: - Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], ἐπιχειρῶ, κινδύνους... ἐγχειρίσασθαι Θουκ. 5. 108, Δίων Κ., κτλ. | |lstext='''ἐγχειρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πρκμ. ἐγκεχείρικα Πλουτ. Φωκ. 34: - θέτω εἰς τὰς χεῖράς τινος, [[παραδίδω]], [[ἐγχειρίζω]], ἐμπιστεύομαι, τί τινι ἢ τινά τινι Ἡρόδ. 1. 111., 5. 92, 3, Θουκ. 2. 67· τὰς ἀρχὰς ἐγχ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 71, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 8· [[οὕτως]] ἐγχ. τινὶ μόνον (παραλειπομένου τοῦ ἀρχὴν) [[αὐτόθι]] 5. 6, 12· ἐγχ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Ἀντιφῶν 119. 20· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ. - Παθ., ἐγχειρίζομαι, παραδίδομαι, τινὶ Πολύβ. 5. 44, 1· [[ἀλλά]], ἐγχειρίζεσθαί τι, μοὶ ἐμπιστεύεταί τίς τι, Λουκ. Προμ. 3, Ἔρωτ. 39, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα, ἐνεπιστεύθησαν εἰς ἡμᾶς τὴν διοίκησιν τῆς ἀρχῆς, Ἡρωδιαν. 8. 7, 12: - Μέσ., [[ἀναλαμβάνω]], [[ἀναδέχομαι]], ἐπιχειρῶ, κινδύνους... ἐγχειρίσασθαι Θουκ. 5. 108, Δίων Κ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f. att.</i> ἐγχειριῶ, <i>ao.</i> ἐνεχείρισα, <i>pf.</i> ἐγκεχείρικα;<br />mettre en main, remettre, livrer : [[τί]] τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à qqn ; τινι αὑτὸν ἐγχ. XÉN se remettre entre les mains de qqn, se livrer à qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐγχειρίζομαι prendre sur soi ; s’exposer à (un danger), acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χείρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut. -
A ῐῶ X.Oec.8.10: pf. ἐγκεχείρικα Plu.Phoc.34:—put into one's hands, entrust, τί τινι or τινά τινι, Hdt.5.92.γ', Th.2.67, etc.; τὰς ἀρχὰς ἐ. τινί Hdt.5.72, cf. Arist.Pol.1305a16, prob. in Thphr.Char.30.15; ἐ. τινί τὴν φυλακήν Arist.Pol.1306a22; ἐ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antipho 2.4.1, etc.:—Pass., to be entrusted, τινί to one, Plb.5.44.1; τὴν ἐγχειρισθεῖσαν ἑαυτῷ πίστιν IG22.1028.72; ἡ -ισθεῖσά τινι χρεία PFlor.2.9 (iii A.D.); but ἐγχειρίζεσθαί τι to be entrusted with a thing, Luc. Prom.3, Am.39, Hdn.1.12.3, etc.: c. inf., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα we have been entrusted with the administration of the government, Id.8.7.5:—Med., take in hand, encounter, κινδύνους Th. 5.108, D.C.Fr.29.6, v.l. in S.E.P.1.91. II treat surgically, Hippiatr. 18.
German (Pape)
[Seite 713] einhändigen, anvertrauen; τὰς ἀρχάς τινι Her. 5, 72; ἀργύριόν τινι Dem. 30, 20; τοῖς ἱερεῦσι τὰ θύματα Plat. Legg. X, 909 e; αὑτούς τινι, überliefern, Xen. An. 3, 2, 8; ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Antiph. II δ 1; pass., Μεσσήνης αὐτοῖς ἐγχειριζομένης Pol. 1, 10, 8, öfter; τὴν νομὴν τῶν κρεῶν ἐγχειρισθείς, da ihm die Theilung übertragen, Luc. Prom. 3; Hdn. 3, 4, 12 ἣν ἐγκεχείριστο φρουράν; 2, 5, 4 u. a. Sp. – Med., ἐγχειρίσασθαι κινδύνους Thuc. 5, 108, Gefahren über sich nehmen; c. inf., D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πρκμ. ἐγκεχείρικα Πλουτ. Φωκ. 34: - θέτω εἰς τὰς χεῖράς τινος, παραδίδω, ἐγχειρίζω, ἐμπιστεύομαι, τί τινι ἢ τινά τινι Ἡρόδ. 1. 111., 5. 92, 3, Θουκ. 2. 67· τὰς ἀρχὰς ἐγχ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 71, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 5, 8· οὕτως ἐγχ. τινὶ μόνον (παραλειπομένου τοῦ ἀρχὴν) αὐτόθι 5. 6, 12· ἐγχ. ἐμαυτὸν τῇ ἀτυχίᾳ Ἀντιφῶν 119. 20· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. - Παθ., ἐγχειρίζομαι, παραδίδομαι, τινὶ Πολύβ. 5. 44, 1· ἀλλά, ἐγχειρίζεσθαί τι, μοὶ ἐμπιστεύεταί τίς τι, Λουκ. Προμ. 3, Ἔρωτ. 39, κτλ.· οὕτω μετ’ ἀπαρ., διοικεῖν τὰ τῆς ἀρχῆς ἐγκεχειρίσμεθα, ἐνεπιστεύθησαν εἰς ἡμᾶς τὴν διοίκησιν τῆς ἀρχῆς, Ἡρωδιαν. 8. 7, 12: - Μέσ., ἀναλαμβάνω, ἀναδέχομαι, ἐπιχειρῶ, κινδύνους... ἐγχειρίσασθαι Θουκ. 5. 108, Δίων Κ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. att. ἐγχειριῶ, ao. ἐνεχείρισα, pf. ἐγκεχείρικα;
mettre en main, remettre, livrer : τί τινι qch à qqn ; τινά τινι une personne à qqn ; τινι αὑτὸν ἐγχ. XÉN se remettre entre les mains de qqn, se livrer à qqn;
Moy. ἐγχειρίζομαι prendre sur soi ; s’exposer à (un danger), acc..
Étymologie: ἐν, χείρ.