ἐγκέφαλος: Difference between revisions
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγκέφᾰλος''': -ον, (κεφαλὴ) ὁ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς, ὡς οὐσιαστ., [[ἐγκέφαλος]] (ἐξυπακουομένου [[μυελός]]), ὁ. Ι. ὁ [[ἐγκέφαλος]], «μυαλά», Ἰλ. Γ. 300, Ὀδ. Ι. 458, κτλ.· τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1276· ὁ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Πλάτ. Φαίδων 96Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. [[ἔγκαρος]]. ΙΙ. ἡ [[ἐδώδιμος]] [[ἐντεριώνη]], «καρδιὰ» ἢ ἡ «ψίχα» νεαρῶν φοινίκων, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16. ΙΙΙ. Διὸς [[ἐγκέφαλος]], παροιμ. ἐπὶ σπανίας καὶ πολυδαπάνου τροφῆς, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 529D. | |lstext='''ἐγκέφᾰλος''': -ον, (κεφαλὴ) ὁ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς, ὡς οὐσιαστ., [[ἐγκέφαλος]] (ἐξυπακουομένου [[μυελός]]), ὁ. Ι. ὁ [[ἐγκέφαλος]], «μυαλά», Ἰλ. Γ. 300, Ὀδ. Ι. 458, κτλ.· τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1276· ὁ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Πλάτ. Φαίδων 96Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. [[ἔγκαρος]]. ΙΙ. ἡ [[ἐδώδιμος]] [[ἐντεριώνη]], «καρδιὰ» ἢ ἡ «ψίχα» νεαρῶν φοινίκων, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16. ΙΙΙ. Διὸς [[ἐγκέφαλος]], παροιμ. ἐπὶ σπανίας καὶ πολυδαπάνου τροφῆς, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 529D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui est dans la tête;<br />ὁ [[ἐγκέφαλος]] ([[μυελός]]) :<br /><b>1</b> cervelle, cerveau;<br /><b>2</b> cœur <i>ou</i> chou de palmier.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κεφαλή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (κεφαλή) within the head: as Subst., ἐγκέφαλος (sc. μυελός), ὁ, I brain, Il.3.300, Od.9.458, etc.; τὸν ἐ. σεσεῖσθαι Ar. Nu.1276; ὁ ἐ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Pl.Phd. 96b, cf. Arist.Sens.438b25 (but cf. Metaph.1013a6). II the heart or 'cabbage' of the date-palm, X.An.2.3.16, Thphr.HP2.6.2. III Διὸς ἐ., prov. of rare and costly food, 'morsel for a king', Ephipp. 13.7, Clearch. 5.
German (Pape)
[Seite 707] 1) was im Kopfe ist; dah. ὁ ἐγκ. (sc. μυελός), das Gehirn, von Menschen u. Thieren, Il. 3, 300 Od. 9, 458 u. Folgde; nach Plat. Phaed. 96 b ὁ δὲ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν καὶ ὁρᾷν καὶ ὀσφραίνεσθαι, vgl. Hipp. mai. 292 d u. Ath. II, 66 a; τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαί μοι δοκεῖ Ar. Nubb. 1276; ἐγκέφαλον μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον, ἀλλ' ἐν τοῖς κροτάφοις φορεῖτε Dem. 7, 45; vgl. Plut. det. orac. 27 extr. u. Suid. v. κραιπαλώδης. – 2) von der Palme, das eßbare Mark, Palmkohl, Xen. An. 2, 3, 16 u. Sp. – 3) Διὸς ἐγκ., eine Speise bei den Persern, Ath. XIII, 529 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκέφᾰλος: -ον, (κεφαλὴ) ὁ ἐντὸς τῆς κεφαλῆς, ὡς οὐσιαστ., ἐγκέφαλος (ἐξυπακουομένου μυελός), ὁ. Ι. ὁ ἐγκέφαλος, «μυαλά», Ἰλ. Γ. 300, Ὀδ. Ι. 458, κτλ.· τὸν ἐγκέφαλον σεσεῖσθαι Ἀριστοφ. Νεφ. 1276· ὁ ἐγκ. ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων τοῦ ἀκούειν κτλ. Πλάτ. Φαίδων 96Β, πρβλ. Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2. 20, κ. ἀλλ., πρβλ. ἔγκαρος. ΙΙ. ἡ ἐδώδιμος ἐντεριώνη, «καρδιὰ» ἢ ἡ «ψίχα» νεαρῶν φοινίκων, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 16. ΙΙΙ. Διὸς ἐγκέφαλος, παροιμ. ἐπὶ σπανίας καὶ πολυδαπάνου τροφῆς, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2, πρβλ. Ἀθήν. 529D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans la tête;
ὁ ἐγκέφαλος (μυελός) :
1 cervelle, cerveau;
2 cœur ou chou de palmier.
Étymologie: ἐν, κεφαλή.