ἐκθερμαίνω: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκθερμαίνω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ [[θερμαίνω]], τελείως, ἐντελῶς [[θερμαίνω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 34, Προβλ. 4. 14, κ. ἀλλ.: - Παθ. [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Ἀριστ. Προβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. ἐκθερμανθέντας ἀπὸ τῆς μέθης Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 37Β. ΙΙ. [[κάμνω]] νὰ ἐξατμισθῇ τι διὰ τῆς θερμάνσεως, Ἀριστ. Προβλ. 2. 35. [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], Πλούτ. 2. 48D. | |lstext='''ἐκθερμαίνω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ [[θερμαίνω]], τελείως, ἐντελῶς [[θερμαίνω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 34, Προβλ. 4. 14, κ. ἀλλ.: - Παθ. [[γίνομαι]] [[θερμός]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Ἀριστ. Προβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. ἐκθερμανθέντας ἀπὸ τῆς μέθης Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 37Β. ΙΙ. [[κάμνω]] νὰ ἐξατμισθῇ τι διὰ τῆς θερμάνσεως, Ἀριστ. Προβλ. 2. 35. [[ἐξαλείφω]], [[διαγράφω]], Πλούτ. 2. 48D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> échauffer fortement;<br /><b>2</b> détruire par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θερμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
strengthd. for θερμαίνω,
A warm thoroughly, Arist. HA580a9, Pr.878a38, Philostr. Gym.35 ; ποτῷ γυῖα Nic.Al.461 :— Pass., become hot, Hp.VM16, Arist.Pr.863b27 ; with wine, Timae. 114. II cause to evaporate by heat, Arist.Pr.870a17 (Pass.) : metaph., τὸν εὐρῶτα τῆς ψυχῆς οὐκ ἐκτεθέρμαγκε διὰ φιλοσοφίας Plu. 2.48c.
German (Pape)
[Seite 760] ganz u. gar erwärmen; Arist. probl. 2, 35; Theophr.; ἐκθερμανθέντες ἀπὸ τῆς μέθης Timae. bei Ath. II, 37 b. – Dutch Hitze herausbringen, vertilgen, ἐκτεθέρμαγκε Plut. de audit. 10 E., neben ἐξωθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθερμαίνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ θερμαίνω, τελείως, ἐντελῶς θερμαίνω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 34, Προβλ. 4. 14, κ. ἀλλ.: - Παθ. γίνομαι θερμός, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Ἀριστ. Προβλ. 1. 39, κ. ἀλλ. ἐκθερμανθέντας ἀπὸ τῆς μέθης Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 37Β. ΙΙ. κάμνω νὰ ἐξατμισθῇ τι διὰ τῆς θερμάνσεως, Ἀριστ. Προβλ. 2. 35. ἐξαλείφω, διαγράφω, Πλούτ. 2. 48D.
French (Bailly abrégé)
1 échauffer fortement;
2 détruire par le feu.
Étymologie: ἐκ, θερμαίνω.