εἰσβιβάζω: Difference between revisions
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ [[εἰσβαίνω]], [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], τὸν στρατὸν εἰς τὰς [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60. | |lstext='''εἰσβῐβάζω''': Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ [[εἰσβαίνω]], [[ἐπιβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]], τὸν στρατὸν εἰς τὰς [[νέας]] Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) [[καθόλου]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.</i><br /><b>1</b> faire entrer dans;<br /><b>2</b> embarquer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
causal of εἰσβαίνω,
A put on board ship, τὸν στρατὸν [ἐς τὰς νέας] Hdt.6.95, cf. Th.7.60, etc.; τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους ναύτας εἰ. impress them, Isoc.8.48. 2 generally, make to go into, ἐς τὸ περιοικοδομημένον Hdt.7.60; ἐς ἅρμα Id.1.60.
German (Pape)
[Seite 741] hineinsteigen lassen, in die Schiffe, diese damit bemannen; Isocr. 8, 48; vgl. τὰς ναῦς πάντα τινὰ ἐςβιβάζοντες πληρῶσαι Thuc. 7, 60; einschiffen, τὸν πεζὸν στρατὸν εἰς νέας Her. 6, 95, wie Xen. An. 5, 3, 1; auch γυναῖκα εἰς ἅρμα, auf den Wagen setzen, Her. 1, 60.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βῐβῶ· μεταβατ. τοῦ εἰσβαίνω, ἐπιβιβάζω εἰς πλοῖον, τὸν στρατὸν εἰς τὰς νέας Ἡρόδ. 6. 95, πρβλ. Θουκ. 7. 60, κτλ.· τοὺς ξένους., ναύτας εἰσβ. Ἰσοκρ. 169Α. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ ὑπάγῃ εἰς, ἐς τόπον Ἡρόδ. 7. 60· ἐς ἅρμα ὁ αὐτ. 1. 60.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., impf. et ao.
1 faire entrer dans;
2 embarquer.
Étymologie: εἰς, βιβάζω.