ἐκλακτίζω: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκλακτίζω''': [[λακτίζω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, [[σκέλος]] οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις [[αὐτόθι]] 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., [[φεύγω]], ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) [[λακτίζω]], «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) [[ἀπολακτίζω]], Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας. | |lstext='''ἐκλακτίζω''': [[λακτίζω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, [[σκέλος]] οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις [[αὐτόθι]] 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., [[φεύγω]], ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν [[μοιχός]], «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) [[λακτίζω]], «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) [[ἀπολακτίζω]], Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> agiter les jambes convulsivement comme pour ruer;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> lancer sa jambe (en avant, en l’air, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[λακτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A kick out, fling out behind, σκέλος οὐράνιον Ar.V.1492 ; τὸ Φρυνίχειον ἐ. ib.1525 : abs., Eup.411, Hp.Art.82. 2 metaph., escape, run away, Men.16; also εἰς κραιπάλην Procop.Pers.1.24.
German (Pape)
[Seite 766] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; σκέλος Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Uebertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλακτίζω: λακτίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις αὐτόθι 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., φεύγω, ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) λακτίζω, «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) ἀπολακτίζω, Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας.
French (Bailly abrégé)
1 agiter les jambes convulsivement comme pour ruer;
2 p. ext. lancer sa jambe (en avant, en l’air, etc.).
Étymologie: ἐκ, λακτίζω.