ἐκκορίζω: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκορίζω''': ([[κόρις]]) «ξεκοριάζω», [[φονεύω]] κοριούς, «οἱ [[κόρις]] [[ἄχρι]] κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην [[ἄχρι]] κόρου καὐτὸς τοὺς [[κόρις]] ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3. | |lstext='''ἐκκορίζω''': ([[κόρις]]) «ξεκοριάζω», [[φονεύω]] κοριούς, «οἱ [[κόρις]] [[ἄχρι]] κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην [[ἄχρι]] κόρου καὐτὸς τοὺς [[κόρις]] ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déflorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κόρη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(κόρις)
A to clear of bugs, AP9.113 (Parmen.), cf.foreg. II (κόρη) sens. obsc., Eup.233.
German (Pape)
[Seite 764] auswanzen, τοὺς κόρις Parmen. 11 (IX, 113); vgl. Eupol. Schol. Ar. Pax 1176.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκορίζω: (κόρις) «ξεκοριάζω», φονεύω κοριούς, «οἱ κόρις ἄχρι κόρου κορέσαντό μου, ἀλλ’ ἐκορέσθην ἄχρι κόρου καὐτὸς τοὺς κόρις ἐκκορίσας» Ἀνθ. Π. 9. 113. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 3.