ἑκατόν: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑκᾰτόν''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. κτλ.· ἐν συνθέσει [[συχνάκις]] συνεκδοχικῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πολλοί ΙΙ. ἡ τῶν ἑκατὸν καὶ τεττάρων ἀρχὴ παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις, Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 3, πρβλ. 7. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τὸ ἑ- ἐν λέξεσιν εἷς, ἕν, πρβλ. ἕκαστος: πρὸς δὲ τὸ δεύτερον [[μέρος]] -κατον πρβλ. Σανσκρ. çatan, Λατ. centum, Γοτθ. καὶ Ἀγγλο-Σαξον. hund, Παλαιο-Σκανδιν. hundrad, Παλ. - Ὑψηλ. Γερμ. hunt, κτλ.). | |lstext='''ἑκᾰτόν''': οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. κτλ.· ἐν συνθέσει [[συχνάκις]] συνεκδοχικῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πολλοί ΙΙ. ἡ τῶν ἑκατὸν καὶ τεττάρων ἀρχὴ παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις, Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 3, πρβλ. 7. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ καὶ τὸ ἑ- ἐν λέξεσιν εἷς, ἕν, πρβλ. ἕκαστος: πρὸς δὲ τὸ δεύτερον [[μέρος]] -κατον πρβλ. Σανσκρ. çatan, Λατ. centum, Γοτθ. καὶ Ἀγγλο-Σαξον. hund, Παλαιο-Σκανδιν. hundrad, Παλ. - Ὑψηλ. Γερμ. hunt, κτλ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=([[οἱ]], [[αἱ]], [[τά]])<br /><i>num. indécl.</i><br /><b>1</b> cent;<br /><b>2</b> cent, pour exprimer un nombre indéterminé.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> centum. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
Arc. ἑκοτόν IG5(2).3 (Tegea, iv B.C.), οἱ, αἱ, τά, indecl.:—
A a hundred, Il.2.510, etc.: in compds. freq. loosely for very many. (Dissim. from sém [kcirc ]ṃtóm, cf. εἷς and Lat. centum, Lith. ši[mtilde]tas, etc.)
German (Pape)
[Seite 752] οἱ, αἱ, τά, indecl., hundert, Hom. u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτόν: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. κτλ.· ἐν συνθέσει συχνάκις συνεκδοχικῶς ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πολλοί ΙΙ. ἡ τῶν ἑκατὸν καὶ τεττάρων ἀρχὴ παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις, Ἀριστ. Πολ. 2. 11, 3, πρβλ. 7. (Ἡ πρώτη συλλαβὴ ἑ- φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τὸ ἑ- ἐν λέξεσιν εἷς, ἕν, πρβλ. ἕκαστος: πρὸς δὲ τὸ δεύτερον μέρος -κατον πρβλ. Σανσκρ. çatan, Λατ. centum, Γοτθ. καὶ Ἀγγλο-Σαξον. hund, Παλαιο-Σκανδιν. hundrad, Παλ. - Ὑψηλ. Γερμ. hunt, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
num. indécl.
1 cent;
2 cent, pour exprimer un nombre indéterminé.
Étymologie: cf. lat. centum.