πυρπολέω: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυρπολέω''': [[πυρσεύω]], [[καίω]] πῦρ, «[[καίω]] φωτιαίς», Ὀδ. Κ. 30, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25· π. τοὺς ἄνθρακας, ἀνακινῶ, [[ἀναρριπίζω]] τὸ πῦρ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1580. ΙΙ. [[καίω]] καὶ [[καταστρέφω]] διὰ τοῦ [[πυρός]], τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1497· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1079· π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Λουκ. περὶ Διαβολ. 19· - [[ὡσαύτως]] [[καταφλέγω]] διὰ [[πυρός]], π. τοὺς βαρβάρους Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 9, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 727· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἐμπρησθῇ διὰ [[πυρός]], Ἡρόδ. 8. 50, πρβλ. Παλαίφ. 39. 2) μεταφορ., ἐπὶ θλίψεως, Νικ. Θηρ. 245, 364· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 11, Ἀνακρεόντ. 68. 6, Εὐμάθ., κλπ. - Καθ’ Ἠσύχ.: «πυρπολεῖ· ἅπτει, καίει, πυρσεύει» καὶ «πυρπολέοντας· πυρπολουμένους, ἢ περὶ τὴν πυρὰν ἀναστρεφομένους» καὶ «πυρπολούμενος παρὰ τὸ πολεῖν ἐν αὐτῷ τὸ πῦρ».
|lstext='''πυρπολέω''': [[πυρσεύω]], [[καίω]] πῦρ, «[[καίω]] φωτιαίς», Ὀδ. Κ. 30, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25· π. τοὺς ἄνθρακας, ἀνακινῶ, [[ἀναρριπίζω]] τὸ πῦρ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1580. ΙΙ. [[καίω]] καὶ [[καταστρέφω]] διὰ τοῦ [[πυρός]], τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1497· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1079· π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Λουκ. περὶ Διαβολ. 19· - [[ὡσαύτως]] [[καταφλέγω]] διὰ [[πυρός]], π. τοὺς βαρβάρους Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 9, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 727· - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν, ἐνεργῶ [[ὥστε]] νὰ ἐμπρησθῇ διὰ [[πυρός]], Ἡρόδ. 8. 50, πρβλ. Παλαίφ. 39. 2) μεταφορ., ἐπὶ θλίψεως, Νικ. Θηρ. 245, 364· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 11, Ἀνακρεόντ. 68. 6, Εὐμάθ., κλπ. - Καθ’ Ἠσύχ.: «πυρπολεῖ· ἅπτει, καίει, πυρσεύει» καὶ «πυρπολέοντας· πυρπολουμένους, ἢ περὶ τὴν πυρὰν ἀναστρεφομένους» καὶ «πυρπολούμενος παρὰ τὸ πολεῖν ἐν αὐτῷ τὸ πῦρ».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> se tenir auprès du feu ; entretenir le feu;<br /><b>2</b> consumer par le feu, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> πυρπολέομαι-οῦμαι consumer par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πυρπόλος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρπολέω Medium diacritics: πυρπολέω Low diacritics: πυρπολέω Capitals: ΠΥΡΠΟΛΕΩ
Transliteration A: pyrpoléō Transliteration B: pyrpoleō Transliteration C: pyrpoleo Beta Code: purpole/w

English (LSJ)

   A light and keep up a fire, watch a fire, Od.10.30, X.Cyr. 3.3.25; π. τοὺς ἄνθρακας stir up, fan the fire, Ar.Av.1580.    II burn with fire, Id.Th.727; τινα, of the bull of Phalaris, Phalar.Ep. 66.2:—Pass., Phld.Piet.89.    2 waste with fire, burn and destroy, τὴν οἰκίαν Ar.Nu.1497; πόλιν Id.V.1079; π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Luc.Cal.19:—Med., πᾶσαν πυρπολέεσθαι [τὴν Ἀττικήν] cause it to be burnt with fire, Hdt.8.50.    3 assail with fiery missiles, τοὺς ἐπὶ τῷ πύργῳ τοξότας Palaeph.38, cf. 40.    4 metaph., ὥσπερ ἡ χίμαιρα π. τοὺς βαρβάρους, of a ἑταίρα, Anaxil.22.9, cf. Men.Mon.195; also of disease or pain, Nic.Th.245,364; of love, Ach.Tat.1.11.

German (Pape)

[Seite 824] sich am Feuer beschäftigen, Feuer anzünden u. es unterhalten, Od. 10, 30; τοὺς ἄνθρακας, Kohlen anfachen, Ar. Av. 1580; ὄπισθεν τοῦ στρατοπέδου ἐπυρπόλουν, Xen. Cyr. 3, 3, 25; οἰ. κίαν, τὴν πόλιν, mit Feuer verwüsten, Ar. Nubb. 1497 Vesp. 1079; so auch Her. 8, 50, wo Einige es als depon. erklären; χώραν, Pol. 3, 82, 10. 39, 2, 8, wie Luc. Bacch. 3; τὰ ἄστη, Plut. Them. 9; übh. seugen, brennen, ἄλγεα πυρπολέοντα, Nic. Ther. 245. 364.

Greek (Liddell-Scott)

πυρπολέω: πυρσεύω, καίω πῦρ, «καίω φωτιαίς», Ὀδ. Κ. 30, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 25· π. τοὺς ἄνθρακας, ἀνακινῶ, ἀναρριπίζω τὸ πῦρ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1580. ΙΙ. καίω καὶ καταστρέφω διὰ τοῦ πυρός, τὴν οἰκίαν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1497· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1079· π. καὶ καίουσι καὶ σφάττουσι Λουκ. περὶ Διαβολ. 19· - ὡσαύτως καταφλέγω διὰ πυρός, π. τοὺς βαρβάρους Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 9, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 727· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πυρπολέεσθαι πᾶσαν τὴν Ἀττικήν, ἐνεργῶ ὥστε νὰ ἐμπρησθῇ διὰ πυρός, Ἡρόδ. 8. 50, πρβλ. Παλαίφ. 39. 2) μεταφορ., ἐπὶ θλίψεως, Νικ. Θηρ. 245, 364· ἐπὶ ἔρωτος, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 11, Ἀνακρεόντ. 68. 6, Εὐμάθ., κλπ. - Καθ’ Ἠσύχ.: «πυρπολεῖ· ἅπτει, καίει, πυρσεύει» καὶ «πυρπολέοντας· πυρπολουμένους, ἢ περὶ τὴν πυρὰν ἀναστρεφομένους» καὶ «πυρπολούμενος παρὰ τὸ πολεῖν ἐν αὐτῷ τὸ πῦρ».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se tenir auprès du feu ; entretenir le feu;
2 consumer par le feu, acc.;
Moy. πυρπολέομαι-οῦμαι consumer par le feu.
Étymologie: πυρπόλος.