ὄρχατος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρχᾰτος''': ὁ, = [[ὄρχος]], σειρὰ δένδρων, πολλοὶ δὲ φυτῶν [[ἔσαν]] ὄρχατοι ἀμφὶς Ἰλ. Ξ. 123· πεπαίνοντ’ ὀρχάτους ὀπωρινοὺς Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 115· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ὄρχ. ὀδόντων Ἀνθ. Π. 11. 374· κιόνων Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 1. 2) [[ὄνομα]] περιληπτικόν, ― [[κῆπος]] (πρβλ. τὸ Ἀγγλ. orchard), Λατ. hortus, ἔκτοσθεν δ’ αὐλῆς [[μέγας]] [[ὄρχατος]] Ὀδ. Η. 112, πρβλ. Ω. 221, 245, 257, 358. (Ἐκ τοῦ [[ὄρχος]], ὡς τὸ μεσάτος εκ τοῦ [[μέσος]], [[μύχατος]], ἐκ τοῦ [[μυχός]], κτλ.).
|lstext='''ὄρχᾰτος''': ὁ, = [[ὄρχος]], σειρὰ δένδρων, πολλοὶ δὲ φυτῶν [[ἔσαν]] ὄρχατοι ἀμφὶς Ἰλ. Ξ. 123· πεπαίνοντ’ ὀρχάτους ὀπωρινοὺς Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 115· [[ἐντεῦθεν]] καὶ ὄρχ. ὀδόντων Ἀνθ. Π. 11. 374· κιόνων Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 1. 2) [[ὄνομα]] περιληπτικόν, ― [[κῆπος]] (πρβλ. τὸ Ἀγγλ. orchard), Λατ. hortus, ἔκτοσθεν δ’ αὐλῆς [[μέγας]] [[ὄρχατος]] Ὀδ. Η. 112, πρβλ. Ω. 221, 245, 257, 358. (Ἐκ τοῦ [[ὄρχος]], ὡς τὸ μεσάτος εκ τοῦ [[μέσος]], [[μύχατος]], ἐκ τοῦ [[μυχός]], κτλ.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> enclos d’arbres;<br /><b>2</b> parc, jardin.<br />'''Étymologie:''' ἕρκω ; sel. d’autres, par allong. de [[ὄρχος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρχᾰτος Medium diacritics: ὄρχατος Low diacritics: όρχατος Capitals: ΟΡΧΑΤΟΣ
Transliteration A: órchatos Transliteration B: orchatos Transliteration C: orchatos Beta Code: o)/rxatos

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὄρχος, row of trees, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς Il.14.123 ; πεπαίνοντ' ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896.2 ; οἴνης ὀρχάτους Moschio Trag.6.12 ; hence also ὀδόντων ὄ. AP11.374 (Maced.); κιόνων Ach.Tat.5.1.    2 as collective Noun, orchard, garden, ἔκτοσθεν δ' αὐλῆς μέγας ὄρχατος Od.7.112, cf. 24.222, al. ; ὄ. ἠνεμόεις AP9.314 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 389] ὁ (ὄρχος), ein umzäunter u. bepflanzter Platz, Garten; φυτῶν ὄρχατος, Kräutergarten, Il. 14, 123, vgl. Od. 7, 112. 24, 222; sp. D., ἠνεμόεις, Anyte 9 (IX, 314).

Greek (Liddell-Scott)

ὄρχᾰτος: ὁ, = ὄρχος, σειρὰ δένδρων, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφὶς Ἰλ. Ξ. 123· πεπαίνοντ’ ὀρχάτους ὀπωρινοὺς Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 115· ἐντεῦθεν καὶ ὄρχ. ὀδόντων Ἀνθ. Π. 11. 374· κιόνων Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 1. 2) ὄνομα περιληπτικόν, ― κῆπος (πρβλ. τὸ Ἀγγλ. orchard), Λατ. hortus, ἔκτοσθεν δ’ αὐλῆς μέγας ὄρχατος Ὀδ. Η. 112, πρβλ. Ω. 221, 245, 257, 358. (Ἐκ τοῦ ὄρχος, ὡς τὸ μεσάτος εκ τοῦ μέσος, μύχατος, ἐκ τοῦ μυχός, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 enclos d’arbres;
2 parc, jardin.
Étymologie: ἕρκω ; sel. d’autres, par allong. de ὄρχος.