καπηλεύω: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπηλεύω''': εἶμαι [[κάπηλος]] ἢ [[μικρέμπορος]], [[κάμνω]] [[ἐμπόριον]], «λιανοπωλῶ», Ἡρόδ. 1. 155., 2, 35, Ἰσοκρ. 15Α, Νυμφόδ. ἐν τοῖς εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337 σχολίοις· δι’ ἀψύχου βορᾶς σίτου καπήλευ’, ἐμπορεύου καπηλικῶς τροφὰς ἐξ ἀψύχων, δηλ. λαχανικά, Εὐρ. Ἱππ. 953. ΙΙ. πωλῶ λιανικῶς, «λιανοπωλῶ», κ. πράγματα Ἡρόδ. 3. 89· τὸν ἕρπιν, δηλ. τὸν [[οἶνον]], Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 42. 2) μεταφ., κ. τὰ μαθήματα, πωλῶν αὐτὰ καπηλικῶς, Πλάτ. Πρωτ. 313D· [[οὕτως]], ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην, ὅτι δὲν θὰ διεξαγάγῃ τὸν πόλεμον μὲ ἐλεεινὰ καὶ ἀνάξια λόγου παίγνια (πρβλ. τὸ τοῦ Ἐννίου non cauponantes bellum), Αἰσχύλ. Θήβ. 545· οὕτω, κ. τὴν ὣραν, ἐπὶ πορνῶν, Φίλων 2. 576· εἰρήνην πρὸς τινα χρυσίου κ. Ἡρῳδιαν. 6. 7· [[τύχη]] καπηλεύουσα.. τὸν βίον, παίζουσα μὲ τὸν βίον, διαφθείρουσα αὐτόν, Ἀνθ. Π. 9. 180· κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. β΄, 17 (ὡς τὸ δολοῦντες [[αὐτόθι]] δ΄, 2). | |lstext='''καπηλεύω''': εἶμαι [[κάπηλος]] ἢ [[μικρέμπορος]], [[κάμνω]] [[ἐμπόριον]], «λιανοπωλῶ», Ἡρόδ. 1. 155., 2, 35, Ἰσοκρ. 15Α, Νυμφόδ. ἐν τοῖς εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337 σχολίοις· δι’ ἀψύχου βορᾶς σίτου καπήλευ’, ἐμπορεύου καπηλικῶς τροφὰς ἐξ ἀψύχων, δηλ. λαχανικά, Εὐρ. Ἱππ. 953. ΙΙ. πωλῶ λιανικῶς, «λιανοπωλῶ», κ. πράγματα Ἡρόδ. 3. 89· τὸν ἕρπιν, δηλ. τὸν [[οἶνον]], Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 42. 2) μεταφ., κ. τὰ μαθήματα, πωλῶν αὐτὰ καπηλικῶς, Πλάτ. Πρωτ. 313D· [[οὕτως]], ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην, ὅτι δὲν θὰ διεξαγάγῃ τὸν πόλεμον μὲ ἐλεεινὰ καὶ ἀνάξια λόγου παίγνια (πρβλ. τὸ τοῦ Ἐννίου non cauponantes bellum), Αἰσχύλ. Θήβ. 545· οὕτω, κ. τὴν ὣραν, ἐπὶ πορνῶν, Φίλων 2. 576· εἰρήνην πρὸς τινα χρυσίου κ. Ἡρῳδιαν. 6. 7· [[τύχη]] καπηλεύουσα.. τὸν βίον, παίζουσα μὲ τὸν βίον, διαφθείρουσα αὐτόν, Ἀνθ. Π. 9. 180· κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. β΄, 17 (ὡς τὸ δολοῦντες [[αὐτόθι]] δ΄, 2). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> être petit marchand <i>ou</i> brocanteur;<br /><b>II.</b> tr. <i>en mauv. part</i> :<br /><b>1</b> brocanter, trafiquer de;<br /><b>2</b> débiter chichement : μάχην ESCHL lésiner <i>ou</i> recourir à de petits moyens à la guerre, faire la guerre petitement (<i>lat.</i> bellum cauponari).<br />'''Étymologie:''' [[κάπηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be a retail-dealer, drive a petty trade, Hdt.1.155, 2.35, Isoc.2.1, Nymphod.21, IG11(2).161 A16 (Delos, iii B. C.), BGU1024 vii 23 (iv A. D.); δι' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευ' drive a trade, chaffer with your vegetable food, E.Hipp.953. II c. acc., sell by retail, τὸν ἕρπιν Hippon.51. 2 metaph., κ. τὰ πρήγματα, of Darius, Hdt.3.89; κ. τὰ μαθήματα sell learning by retail, hawk it about, Pl. Prt.313d; κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ 2 Ep.Cor.2.17; so ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην will not peddle in war, i. e. fight half-heartedly, A.Th. 545; κ. τῇ Χάριτι τὴν ἀμοιβήν Epicur.Sent.Vat.39; κ. τὴν πολιτείαν traffic in grants of citizenship, D.C.60.17; κ. τῆς ὥρας ἄνθος or τὴν ὥραν, of prostitutes, Ph.2.394,576; εἰρήνην πρὸς Ῥωμαίους Χρυσίου κ. Hdn.6.7.9; τύχη καπηλεύουσα . . τὸν βίον playing tricks with life, corrupting it, AP9.180 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1322] ein Kleinhändler, Krämer, κάπηλος sein, Her. 1, 155 u. Folgde; übh. feilhaben, bes. im Kleinen verkaufen, verhökern, gew. mit den Nebenbeziehungen des Betrügerischen, Wucherischen u. auf unwürdigen Gewinn Bedachten; οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις καὶ πωλοῦντες καὶ καπηλεύοντες Plat. Prot. 313 d; πολὺ τεχνικώτερον αὐτὰ πωλοῦντες τῶν ὁμολογούντων καπηλεύειν Isocr. 2, 1; geradezu betrügen, ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην Aesch. Spt. 347, den Kampf betrügerisch od. listig meiden; δι' ἀψύχου βορᾶς σίτοις καπήλευε, fälschlich dafür ausgeben, Eur. Hipp. 953; häufig in späterer Prosa = verfälschen, z. B. τὸν λόγον II. Cor. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
καπηλεύω: εἶμαι κάπηλος ἢ μικρέμπορος, κάμνω ἐμπόριον, «λιανοπωλῶ», Ἡρόδ. 1. 155., 2, 35, Ἰσοκρ. 15Α, Νυμφόδ. ἐν τοῖς εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337 σχολίοις· δι’ ἀψύχου βορᾶς σίτου καπήλευ’, ἐμπορεύου καπηλικῶς τροφὰς ἐξ ἀψύχων, δηλ. λαχανικά, Εὐρ. Ἱππ. 953. ΙΙ. πωλῶ λιανικῶς, «λιανοπωλῶ», κ. πράγματα Ἡρόδ. 3. 89· τὸν ἕρπιν, δηλ. τὸν οἶνον, Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 42. 2) μεταφ., κ. τὰ μαθήματα, πωλῶν αὐτὰ καπηλικῶς, Πλάτ. Πρωτ. 313D· οὕτως, ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην, ὅτι δὲν θὰ διεξαγάγῃ τὸν πόλεμον μὲ ἐλεεινὰ καὶ ἀνάξια λόγου παίγνια (πρβλ. τὸ τοῦ Ἐννίου non cauponantes bellum), Αἰσχύλ. Θήβ. 545· οὕτω, κ. τὴν ὣραν, ἐπὶ πορνῶν, Φίλων 2. 576· εἰρήνην πρὸς τινα χρυσίου κ. Ἡρῳδιαν. 6. 7· τύχη καπηλεύουσα.. τὸν βίον, παίζουσα μὲ τὸν βίον, διαφθείρουσα αὐτόν, Ἀνθ. Π. 9. 180· κ. τὸν λόγον τοῦ θεοῦ Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. β΄, 17 (ὡς τὸ δολοῦντες αὐτόθι δ΄, 2).
French (Bailly abrégé)
I. intr. être petit marchand ou brocanteur;
II. tr. en mauv. part :
1 brocanter, trafiquer de;
2 débiter chichement : μάχην ESCHL lésiner ou recourir à de petits moyens à la guerre, faire la guerre petitement (lat. bellum cauponari).
Étymologie: κάπηλος.