ὀξυθυμέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠθῡμέω''': εἶμαι [[ὀξύθυμος]], [[ταχέως]] ὀργίζομαι, Εὐρ. Ἀνδρ. 689 II. ὡς παθ., [[παροργίζομαι]], ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ἀριστοφ. Σφ. 501, πρβλ. Θεσμ. 466. | |lstext='''ὀξῠθῡμέω''': εἶμαι [[ὀξύθυμος]], [[ταχέως]] ὀργίζομαι, Εὐρ. Ἀνδρ. 689 II. ὡς παθ., [[παροργίζομαι]], ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ἀριστοφ. Σφ. 501, πρβλ. Θεσμ. 466. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être vif, irascible.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύθυμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A to be quick to anger, E.Andr.689. II Pass., to be provoked, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ar.V.501, cf. Th.466 ; to be irritable, Gal.15.598.
German (Pape)
[Seite 352] jähzornig sein, schnell hitzig, zornig werden, Eur. Andr. 690; u. so auch als dep. pass., ὀξυθυμηθεῖσά μοι, Ar. Vesp. 501, wie Thesm. 466, u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθῡμέω: εἶμαι ὀξύθυμος, ταχέως ὀργίζομαι, Εὐρ. Ἀνδρ. 689 II. ὡς παθ., παροργίζομαι, ὀξυθυμηθεῖσά μοι Ἀριστοφ. Σφ. 501, πρβλ. Θεσμ. 466.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être vif, irascible.
Étymologie: ὀξύθυμος.