προσεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσεργάζομαι''': ἀποθ., [[ἐργάζομαι]] [[προσέτι]], μηδὲν τοῖς δεδραμένοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1013· τὸ [[χρυσίον]] τῷ ἀγάλματι Πλουτ. Περικλ. 31· ― ἀγαθὰ προσεργάζομαί τινι, [[κάμνω]] καλὴν ὑπηρεσίαν πρὸς τινα [[προσέτι]], Ἡρόδ. 6. 61. 2) [[κάμνω]] ἢ [[κερδαίνω]] [[προσέτι]], ἐπὶ πλέον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28.
|lstext='''προσεργάζομαι''': ἀποθ., [[ἐργάζομαι]] [[προσέτι]], μηδὲν τοῖς δεδραμένοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1013· τὸ [[χρυσίον]] τῷ ἀγάλματι Πλουτ. Περικλ. 31· ― ἀγαθὰ προσεργάζομαί τινι, [[κάμνω]] καλὴν ὑπηρεσίαν πρὸς τινα [[προσέτι]], Ἡρόδ. 6. 61. 2) [[κάμνω]] ἢ [[κερδαίνω]] [[προσέτι]], ἐπὶ πλέον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> faire <i>ou</i> accomplir en outre : [[τί]] τινι qch pour qqn ; ajouter à, appliquer à : [[χρυσίον]] ἀγάλματι PLUT appliquer de l’or à une statue;<br /><b>2</b> acquérir <i>ou</i> se procurer en outre par son travail.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐργάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεργάζομαι Medium diacritics: προσεργάζομαι Low diacritics: προσεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosergázomai Transliteration B: prosergazomai Transliteration C: prosergazomai Beta Code: proserga/zomai

English (LSJ)

   A work besides, μηδὲν τοῖς δεδραμένοις E.HF1013; τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι Plu.Per.31; ἀγαθὰ π. τινί do good service to one besides, Hdt.6.61 (nisi leg. προ-) ; ὠμότατον π. τινά Plu.CG 17.    2 make, earn in addition, X.HG3.1.28, PCair.Zen.5c9.13 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 762] (s. ἐργάζομαι), noch dazu arbeiten, thun, ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῖς δεδραμένοις, Eur. Herc. Fur. 1012; dazu erwerben od. gewinnen, Plut. Nic. et Crass. 4; – ἀγαθά τινι, Einem Gutes dazu erzeigen, Her. 6, 61. – Bei Plut. C. Graech. 17 noch dazu umbringen.

Greek (Liddell-Scott)

προσεργάζομαι: ἀποθ., ἐργάζομαι προσέτι, μηδὲν τοῖς δεδραμένοις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1013· τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι Πλουτ. Περικλ. 31· ― ἀγαθὰ προσεργάζομαί τινι, κάμνω καλὴν ὑπηρεσίαν πρὸς τινα προσέτι, Ἡρόδ. 6. 61. 2) κάμνωκερδαίνω προσέτι, ἐπὶ πλέον, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 28.

French (Bailly abrégé)

1 faire ou accomplir en outre : τί τινι qch pour qqn ; ajouter à, appliquer à : χρυσίον ἀγάλματι PLUT appliquer de l’or à une statue;
2 acquérir ou se procurer en outre par son travail.
Étymologie: πρός, ἐργάζομαι.