τρίπος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ νικᾶν ἀλλ' ὑπερνικᾶν κακόν → Vincere bonum est: ultra fas vincere lubricum → Schön ist zu siegen, übermäßig siegen schlecht

Menander, Monostichoi, 299
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίπος''': -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[τρίπους]], τὸ δὲ μέγα κεῖται [[ἆθλον]], ἢ [[τρίπος]] ἠὲ [[γυνή]], ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος Ἰλ. Χ. 164, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 312· αἰτ. τρίπον Ἀνθ. Π. 3. 6· οὐδ. τρίπον, Αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ γ΄ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ., μνημονεύεται καὶ γεν. τρίπου παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ.
|lstext='''τρίπος''': -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[τρίπους]], τὸ δὲ μέγα κεῖται [[ἆθλον]], ἢ [[τρίπος]] ἠὲ [[γυνή]], ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος Ἰλ. Χ. 164, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 312· αἰτ. τρίπον Ἀνθ. Π. 3. 6· οὐδ. τρίπον, Αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ γ΄ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ., μνημονεύεται καὶ γεν. τρίπου παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ.
}}
{{bailly
|btext=(ὁ) :<br /><i>seul. nom.</i><br /><i>poét. c.</i> [[τρίπους]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπος Medium diacritics: τρίπος Low diacritics: τρίπος Capitals: ΤΡΙΠΟΣ
Transliteration A: trípos Transliteration B: tripos Transliteration C: tripos Beta Code: tri/pos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, poet. for sq., nom. sg., Il.22.164, Hes.Sc.312, IG4.801 (Troezen, vi B. C.) (v. τρίπους fin.); acc.

   A τρίπον AP3.6 (Inscr. Cyzic.); neut. τρίπον ib.14.64; gen. τρίπου EM20.18.

German (Pape)

[Seite 1146] ὁ, poet. statt τρίπους; Il. 22, 164; Hes. Sc. 312; Jac. A. P. p. 1055.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπος: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τρίπους, τὸ δὲ μέγα κεῖται ἆθλον, ἢ τρίπος ἠὲ γυνή, ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος Ἰλ. Χ. 164, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 312· αἰτ. τρίπον Ἀνθ. Π. 3. 6· οὐδ. τρίπον, Αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ γ΄ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ., μνημονεύεται καὶ γεν. τρίπου παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
seul. nom.
poét. c. τρίπους.