συμφιλέω: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συμφῐλέω''': φιλῶ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλου, [[οὔτοι]] συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν, δὲν [[εἶναι]] τοῦ χαρακτῆρός μου νὰ συμμισῶ, ἀλλὰ νὰ συναγαπῶ, Σοφ. Ἀντ. 523. | |lstext='''συμφῐλέω''': φιλῶ [[ὁμοῦ]] μετ’ ἄλλου, [[οὔτοι]] συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν, δὲν [[εἶναι]] τοῦ χαρακτῆρός μου νὰ συμμισῶ, ἀλλὰ νὰ συναγαπῶ, Σοφ. Ἀντ. 523. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />aimer ensemble <i>ou</i> mutuellement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φιλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A love mutually, opp. συνέχθω, S.Ant.523.
German (Pape)
[Seite 991] (s. φιλέω), mit, zugleich od. gegenseitig lieben, Ggstz συνέχθειν, Soph. Ant. 523.
Greek (Liddell-Scott)
συμφῐλέω: φιλῶ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου, οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν, δὲν εἶναι τοῦ χαρακτῆρός μου νὰ συμμισῶ, ἀλλὰ νὰ συναγαπῶ, Σοφ. Ἀντ. 523.