ἐνδιδύσκω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδῐδύσκω''': [[ἐνδύω]], τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.
|lstext='''ἐνδῐδύσκω''': [[ἐνδύω]], τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ [[ἱμάτιον]] οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.
}}
{{bailly
|btext=revêtir : τινά [[τι]] qqn de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδιδύσκομαι se revêtir de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[φιλοχωρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῐδύσκω Medium diacritics: ἐνδιδύσκω Low diacritics: ενδιδύσκω Capitals: ΕΝΔΙΔΥΣΚΩ
Transliteration A: endidýskō Transliteration B: endidyskō Transliteration C: endidysko Beta Code: e)ndidu/skw

English (LSJ)

   A put on, τινά τι LXX 2 Ki.1.24, Ev.Marc.15.17:—Med., put on oneself, Ev.Luc.8.27, J.BJ7.2.2 (Act. is v.l.): written ἐνδυδισκόμενος SIG2857.13 (Delph.).    II clothe, τινὰ ἱματίῳ Gp.16.21.9.

German (Pape)

[Seite 834] anziehen, N. T. u. a. Sp., auch pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδῐδύσκω: ἐνδύω, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα Ἑβδ. (Β. Βασιλ. Α΄, 24)· ἐνδιδύσκουσιν αὐτὸν πορφύραν Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιε΄, 17 (Lachm) ἀντὶ ἐνδύουσιν. ― Μέσ., ἐνδύομαι, φορῶ, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 27.

French (Bailly abrégé)

revêtir : τινά τι qqn de qch;
Moy. ἐνδιδύσκομαι se revêtir de, acc..
Étymologie: ἐν, φιλοχωρέω.