ἐκπρολείπω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπρολείπω''': [[καταλείπω]], κοῖλον [[λόχον]] ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, [[φείδομαι]], Ψευδο-Φωκ. 80.
|lstext='''ἐκπρολείπω''': [[καταλείπω]], κοῖλον [[λόχον]] ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, [[φείδομαι]], Ψευδο-Φωκ. 80.
}}
{{bailly
|btext=abandonner.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[προλείπω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπρολείπω Medium diacritics: ἐκπρολείπω Low diacritics: εκπρολείπω Capitals: ΕΚΠΡΟΛΕΙΠΩ
Transliteration A: ekproleípō Transliteration B: ekproleipō Transliteration C: ekproleipo Beta Code: e)kprolei/pw

English (LSJ)

   A forsake, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Od.8.515, cf. Thgn.1136 ; βίον IG14.2123.    II spare, Ps.-Phoc. 85.

German (Pape)

[Seite 777] herausgehen u. verlassen; λόχον ἐκπρολιπόντες Od. 8, 515; Theogn. 1136; Phocyl. 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπρολείπω: καταλείπω, κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντες Ὀδ. Θ. 515, πρβλ. Θέογν. 1136· αἰῶνα Συλλ. Ἐπιγρ. 3627. ΙΙ. ἀφίνω, φείδομαι, Ψευδο-Φωκ. 80.

French (Bailly abrégé)

abandonner.
Étymologie: ἐκ, προλείπω.