ἐπιγνώμων: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγνώμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[διαιτητής]], [[κριτής]], [[μετὰ]] γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] [[εἶναι]] τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = [[συγγνώμων]]. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. [[γνώμων]], «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν [[γνώμων]] Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.
|lstext='''ἐπιγνώμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[διαιτητής]], [[κριτής]], [[μετὰ]] γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς [[τιμῆς]] [[εἶναι]] τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = [[συγγνώμων]]. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. [[γνώμων]], «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν [[γνώμων]] Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui décide de, juge, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγιγνώσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγνώμων Medium diacritics: ἐπιγνώμων Low diacritics: επιγνώμων Capitals: ΕΠΙΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: epignṓmōn Transliteration B: epignōmōn Transliteration C: epignomon Beta Code: e)pignw/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A arbiter, umpire, judge, c.gen.rei, Pl.Lg.828b, LXX Pr.12.26, CIG(add.) 3641b27 (Lampsacus); αἰτιῶν Plu.Cam.18; ὀσφρήσιος, of the nose, Hp.Ep.23; ἐ. τῆς τιμῆς appraiser, D.37.40: abs., Luc.Deor. Conc.15.    2. in pl., inspectors, Lys.7.25 ap.Harp. (γνώμονας codd.).    II. = συγγνώμων, pardoning, τινί Mosch.4.70.    III. acquainted with, φύσεως, γυναικῶν, Ph.1.29, 2.274; τέχνης S.E.M.7.56.

German (Pape)

[Seite 933] ον, erkennend, bes. ein schiedsrichterliches Erkenntniß fällend, substantivisch, τούτων ἐπιγνώμονές τε καὶ δικασταί Plat. Legg. VIII, 843 d, öfter; τῆς τιμῆς τοῦ παιδός, der den Werth des Sklaven taxirt, Dem. 37, 40; Schiedsrichter auch Plut. Cam. 18. Nach Harpocr. brauchte es Lys. = ἐπίσκοπος, Aufseher der heiligen Oelbäume in Athen; aber 7, 25 steht γνώμων. – Nachsichtig, verzeihend, τινί, Mosch. 4, 71; – einsichtig, verständig, Ggstz von ἰδιώτης, τινός, gezt. Emp. adv. log. 1, 56 adv. rhet. 67 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, διαιτητής, κριτής, μετὰ γεν. πράγμ. Πλάτ. Νομ. 828Β, πρβλ. 847C, 867Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3641b, Πλουτ. Κάμιλλ. 18· τὸν βασανιστὴν Μνησικλέα ἐπιγνώμονα τῆς τιμῆς εἶναι τοῦ παιδός, ἐκτιμητὴν τῆς ἀξίας τοῦ δούλου, Δημ. 978. 11. ΙΙ. = συγγνώμων. τινὶ Μὸσχ. 4. 70. III. γνώμων, «ἐπιγνώμονας ἀντὶ τοῦ ἐπισκόπους, Λυσίας ἐν τῷ περὶ τοῦ Σηκοῦ (7. 25)» Ἁρποκρ., ἴδε τὴν λέξιν γνώμων Ι, καὶ πρβλ. Α. Β. σ. 228. 23.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui décide de, juge, arbitre.
Étymologie: ἐπιγιγνώσκω.