ἐπινωμάω: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπινωμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κατευθύνω]] τὰ βήματά μου [[πρός]] τινα, [[πλησιάζω]] πρὸς αὐτόν, [[οὐδέ]] τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, [[προσβλέπω]] τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. [[διανέμω]], διαμοιράζω, [[λάχη]] τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139. | |lstext='''ἐπινωμάω''': μέλλ. -ήσω, [[κατευθύνω]] τὰ βήματά μου [[πρός]] τινα, [[πλησιάζω]] πρὸς αὐτόν, [[οὐδέ]] τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, [[προσβλέπω]] τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. [[διανέμω]], διαμοιράζω, [[λάχη]] τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>tr.</i> distribuer, partager, répartir;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νωμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A bring or apply to, παιῶνα κακῶν τινί S.Ph.168 (anap.); σώματα . . ὄμματος αὐγαῖς ἐπενώμας didst survey . ., E.Ph.1564 (anap.). II. distribute, apportion, λάχη τὰ κατ' ἀνθρώπους A.Eu. 311 (anap.); κλήρους Id.Th.727 (lyr.), cf.S.Ant.139 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 966] zutheilen, ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 709, vgl. Eum. 301; ἄλλα δ' ἐπ' ἄλλοις ἐπενώμα μέγας Ἄρης Soph. Ant. 139; εἰ τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας, wenn du sie durchmusterst, betrachtest, Eur. Phoen. 1564; vgl. ἐπινέμω. – Bei Soph. Phil. 168 οὐδέ τιν' αὑτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν erkl. der Schol. ἐξευρίσκειν, ersinnen, herzubringen; Andere erkl. es intrans., hinzukommen, nahen, u. schreiben αὐτῷ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινωμάω: μέλλ. -ήσω, κατευθύνω τὰ βήματά μου πρός τινα, πλησιάζω πρὸς αὐτόν, οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, προσβλέπω τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. διανέμω, διαμοιράζω, λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. distribuer, partager, répartir;
2 intr. s’approcher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, νωμάω.