Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐερκής: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐερκής''': -ές, (ἔρκος) [[καλῶς]] πεφραγμένος, ἔχων ἀσφαλῆ περίβολον, ὑπ’ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς Ἰλ. Ι. 472 (468), Ὀδ. Φ. 389, κτλ.· ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ χωρῶν, [[ἄλσος]] Πινδ. Ο. 13. 156· [[πόλις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 955· [[χώρα]] εὐ. πρὸς τοὺς πολεμίους Πλάτ. Νόμ. 760Ε· ὑποδοχὴ [[αὐτόθι]] 848Ε: - [[ἀσφαλής]], θύρες δ’ εὐερκέες εἰσὶν Ὀδ. Ρ. 267 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. εὐεργέες). 2) περιβάλλων, περικλείων [[ἐντός]], ἐπὶ δικτύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 655. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 503C.
|lstext='''εὐερκής''': -ές, (ἔρκος) [[καλῶς]] πεφραγμένος, ἔχων ἀσφαλῆ περίβολον, ὑπ’ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς Ἰλ. Ι. 472 (468), Ὀδ. Φ. 389, κτλ.· ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ χωρῶν, [[ἄλσος]] Πινδ. Ο. 13. 156· [[πόλις]] Αἰσχύλ. Ἱκ. 955· [[χώρα]] εὐ. πρὸς τοὺς πολεμίους Πλάτ. Νόμ. 760Ε· ὑποδοχὴ [[αὐτόθι]] 848Ε: - [[ἀσφαλής]], θύρες δ’ εὐερκέες εἰσὶν Ὀδ. Ρ. 267 ([[μετὰ]] διαφ. γρ. εὐεργέες). 2) περιβάλλων, περικλείων [[ἐντός]], ἐπὶ δικτύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 655. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 503C.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien clos, bien fortifié, bien défendu.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἕρκος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐερκής Medium diacritics: εὐερκής Low diacritics: ευερκής Capitals: ΕΥΕΡΚΗΣ
Transliteration A: euerkḗs Transliteration B: euerkēs Transliteration C: everkis Beta Code: eu)erkh/s

English (LSJ)

(Cret.οὐερκής Hymn.Curet.10), ές, (ἕρκος)

   A well-fenced, well-walled, αὐλή Il.9.472, Od.21.389; οἶκος Pi.Pae.4.45; ἄλσος Id.O.13.109; πόλις A.Supp. 955; ἀκρόπολις J.AJ15.11.4; χώρα εὐ. πρὸς τοὺς πολεμίους Pl.Lg. 760e; ὑποδοχή ib.848e: Sup., -έσταται πράξεις ὡσανεὶ πόλεις Ph.1.681; secure, θύραι δ' εὐερκέες εἰσί Od.17.267 (v.l. εὐεργέες). Adv. -κῶς Plu.2.503c.    2 girding in, surrounding, of nets, Opp.H. 4.655.

German (Pape)

[Seite 1065] ές, 1) wohl umzäunt, verwahrt, αὐλή Il. 9, 472 Od. 21, 389. 22, 449, θύραι Od. 17, 267; ἄλσος Pind. Ol. 13, 105; πόλις Aesch. Suppl. 933; χώρα Plat. Legg. VI, 760 e; γήλοφος Critia. 113 d; ὑποδοχή Legg. VIII, 848 e, Sp. bes. von wohl befestigten Städten. – 2) wohl umschließend, δίκτυα Opp. H. 4, 655.

Greek (Liddell-Scott)

εὐερκής: -ές, (ἔρκος) καλῶς πεφραγμένος, ἔχων ἀσφαλῆ περίβολον, ὑπ’ αἰθούσῃ εὐερκέος αὐλῆς Ἰλ. Ι. 472 (468), Ὀδ. Φ. 389, κτλ.· ἐπὶ πόλεων καὶ χωρῶν, ἄλσος Πινδ. Ο. 13. 156· πόλις Αἰσχύλ. Ἱκ. 955· χώρα εὐ. πρὸς τοὺς πολεμίους Πλάτ. Νόμ. 760Ε· ὑποδοχὴ αὐτόθι 848Ε: - ἀσφαλής, θύρες δ’ εὐερκέες εἰσὶν Ὀδ. Ρ. 267 (μετὰ διαφ. γρ. εὐεργέες). 2) περιβάλλων, περικλείων ἐντός, ἐπὶ δικτύων, Ὀππ. Ἁλ. 4. 655. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 503C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien clos, bien fortifié, bien défendu.
Étymologie: εὖ, ἕρκος.