εὔτονος: Difference between revisions
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔτονος''': -ον, ([[τείνω]]) [[καλῶς]] ἐντεταμένος, ἔχων τόνον, δύναμιν, [[εὔρωστος]], [[ἰσχυρός]], ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ τῶν μελῶν [[αὐτοῦ]], Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 9˙ τὸ… εὔτονον... σωμάτων καὶ ψυχῶν = [[εὐτονία]], Πλάτ. Νόμ. 815 Α, κλ.˙ ἐπὶ μηχανῶν, Πολύβ. 8. 7, 2˙ ἐπὶ ῥήτορος, [[δεινός]], εὔγλωττος, [[εὔτονος]] τῇ λέξει Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 4˙ τῆς λέξεως τὸ εὔτονον [[αὐτόθι]] 3. 2. - Ἐπίρρ. -νως, [[μετὰ]] τόνου καὶ δυνάμεως, ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Πλ. 1095. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλὸν τόνον ἔχουσα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 1. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[ἔντονος]], ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὔτονος]]˙ [[εὐμενής]]. [[γενναῖος]]». | |lstext='''εὔτονος''': -ον, ([[τείνω]]) [[καλῶς]] ἐντεταμένος, ἔχων τόνον, δύναμιν, [[εὔρωστος]], [[ἰσχυρός]], ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ τῶν μελῶν [[αὐτοῦ]], Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 9˙ τὸ… εὔτονον... σωμάτων καὶ ψυχῶν = [[εὐτονία]], Πλάτ. Νόμ. 815 Α, κλ.˙ ἐπὶ μηχανῶν, Πολύβ. 8. 7, 2˙ ἐπὶ ῥήτορος, [[δεινός]], εὔγλωττος, [[εὔτονος]] τῇ λέξει Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 4˙ τῆς λέξεως τὸ εὔτονον [[αὐτόθι]] 3. 2. - Ἐπίρρ. -νως, [[μετὰ]] τόνου καὶ δυνάμεως, ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Πλ. 1095. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλὸν τόνον ἔχουσα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 1. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ [[ἔντονος]], ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὔτονος]]˙ [[εὐμενής]]. [[γενναῖος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bien tendu, fortement tendu;<br /><b>2</b> fort, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τείνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (τείνω)
A well-strung, vigorous, of men's bodies or limbs, Hp.Aph.3.17, Arist.IA710a31, Luc.Anach.24, AP12.216 (Strat.): Comp., Men. 693; of men, -ώτεροι τοῖς σώμασι D.S.4.3; τὸ εὔ., = εὐτονία, Pl.Lg. 815a, etc.: esp. in Stoic philos. (cf. τόνος), Chrysipp.Stoic.3.121, 123; of engines, Plb.8.5.2 (Comp.); of the wind, D.S.1.41; of wine, Arist.Mir.832a11; τὸ εὔ., name of an eyesalve, Aët.7.115; εὔ. πληγή Hero Bel.74.12. b distended, εὐτόνῳ φλεβί (sens. obsc.) Neophr.(?) Medea in PLit.Lond.77 Fr.2.7. c elastic, yielding, -ώτερος χαλκοῦ χρυσός Porph.ad Il.20.259. 2 active, energetic, πρόνοια POxy. 1468.7 (iii A.D.); προσοχή Iamb.Protr.21.κά (Sup.); of persons, -ώτατος εἶναι c. part., OGI315.52 (Pessinus, ii B.C.). 3 of an orator, forcible, εὔ. τῇ φράσει D.H.Vett.Cens.5.4; τῆς λέξεως τὸ εὔ. ib.3.2, cf. PhId.Po.5.5. 4 Adv. -νως with might and main, vigorously, Ar. Pl.1095, X.Hier.9.6, Arist.Pr.885a6, Ph.1.311, Ev.Luc.23.10: Comp. -ώτερον, τοῦ δέοντος ἀφιᾶσι Luc.Nigr.36. 5 strenuously, Phld. Herc.1251.23, Po.2p.274H. 6 peremptorily, -ώτερον ἐπιστεῖλαι, γράψαι, PLille1.3i14 (iii B.C.), PPetr.2p.22, 3p.132 (cf. p. x) (iii B.C.). II of the voice, well-pitched, Arist. GA786b8. (Sts. as v.l. in codd. for ἔντονος, Plb. l.c.; εὔτονος is perh. f.l. for ἔντονον in S. Fr.966.)
German (Pape)
[Seite 1102] wohl angespannt, nervig, kräftig, Hippocr.; καὶ ὀρθοί Plat. Legg. VII, 815 a, wie Strat. 58 (XII,516); Arist. u. Sp., wie D. Sic. 2, 56; auch von Geschossen, Pol. 8, 7, 2; Plut. Alex. 63; εὐτόνους τὰς πληγὰς διδόντες ἀπὸ τόξων κραταιῶν Crass. 24; vom Winde, D. Sic. 1, 41. Von der Rede, D. Hal. öfter, wie μέλος Ar. Ach. 674. Uebh. angestrengt, eifrig, χρηματιστής Plut. Thes. 5, a. Sp. – Adv. εὐτόνως, mit Anstrengung, eifrig, Ar. Plut. 1096; Xen. Hier. 9, 6 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
εὔτονος: -ον, (τείνω) καλῶς ἐντεταμένος, ἔχων τόνον, δύναμιν, εὔρωστος, ἰσχυρός, ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἢ τῶν μελῶν αὐτοῦ, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. π. Ζῴων Πορείας 10. 9˙ τὸ… εὔτονον... σωμάτων καὶ ψυχῶν = εὐτονία, Πλάτ. Νόμ. 815 Α, κλ.˙ ἐπὶ μηχανῶν, Πολύβ. 8. 7, 2˙ ἐπὶ ῥήτορος, δεινός, εὔγλωττος, εὔτονος τῇ λέξει Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 4˙ τῆς λέξεως τὸ εὔτονον αὐτόθι 3. 2. - Ἐπίρρ. -νως, μετὰ τόνου καὶ δυνάμεως, ἰσχυρῶς, Ἀριστοφ. Πλ. 1095. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλὸν τόνον ἔχουσα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 1. - Συχνάκις συγχέεται πρὸς τὸ ἔντονος, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὔτονος˙ εὐμενής. γενναῖος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien tendu, fortement tendu;
2 fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, τείνω.