ἐχεμυθέω: Difference between revisions
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχεμῡθέω''': σιγῶ, σιωπῶ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα, πράγματα μὴ λεγόμενα, κρατούμενα μυστικά, Ἰαμβλ. Προρ. σ. 310· [[λέξις]] Πυθαγόρειος, ὁ αὐτ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 94. | |lstext='''ἐχεμῡθέω''': σιγῶ, σιωπῶ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα, πράγματα μὴ λεγόμενα, κρατούμενα μυστικά, Ἰαμβλ. Προρ. σ. 310· [[λέξις]] Πυθαγόρειος, ὁ αὐτ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 94. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être silencieux, discret.<br />'''Étymologie:''' [[ἐχέμυθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
A to hold one's peace, Ph.1.309, al., J.BJ 1.24.1, Luc.DDeor.21.2; τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα things unspoken, Iambl.Protr.21; a Pythagorean word, εἰ δύνανται ἐ. Id.VP 20.94.
German (Pape)
[Seite 1124] die Rede an sich halten, verschwiegen sein, Luc. D. D. 21, 2 u. öfter; τὰ ἐχεμυθούμενα καὶ ἀπόῤῥητα Iambl., nach dem Pythagoras bes. das Wort brauchte, V. Pyth. 94.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχεμῡθέω: σιγῶ, σιωπῶ, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 2· τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα, πράγματα μὴ λεγόμενα, κρατούμενα μυστικά, Ἰαμβλ. Προρ. σ. 310· λέξις Πυθαγόρειος, ὁ αὐτ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 94.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être silencieux, discret.
Étymologie: ἐχέμυθος.